-
1 συγκρατος
2[adj. verb. к συγκεράννυμι См. συγκεραννυμι]1) смешанный Luc.2) крепко соединенный, тесно связанный(ζεῦγος Eur.)
-
2 σύγκρατος
σύγκρᾱτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγκρατος
-
3 σύγκρατος
σύγκρᾱτος, σύγκρατοςmixed together: masc /fem nom sg -
4 σύγκρατος
η, ο собранный в пучок, горсть, охапку;πήρε τα κλαριά μιαν αγκαλιά σύγκρατα — он взял ветки в охапку
-
5 σύγκρᾱτος
-
6 σύγκρατον
σύγκρᾱτον, σύγκρατοςmixed together: masc /fem acc sgσύγκρᾱτον, σύγκρατοςmixed together: neut nom /voc /acc sg -
7 ασυγκρατος
-
8 συγκράτοις
συγκρά̱τοις, σύγκρατοςmixed together: masc /fem /neut dat pl -
9 συγκράτου
συγκρά̱του, σύγκρατοςmixed together: masc /fem /neut gen sg -
10 συγκράτους
συγκρά̱τους, σύγκρατοςmixed together: masc /fem acc pl -
11 συγκράτω
-
12 συγκράτῳ
-
13 συγκράτωι
συγκρά̱τῳ, σύγκρατοςmixed together: masc /fem /neut dat sg -
14 συγκράτων
συγκρά̱των, σύγκρατοςmixed together: masc /fem /neut gen pl -
15 πολυσύγκρατος
πολυ-σύγκρᾱτος, ον,A mixed up of many things, Hsch. s.v. ἀμφιμιγές.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυσύγκρατος
См. также в других словарях:
σύγκρατος — σύγκρᾱτος , σύγκρατος mixed together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύγκρατος — (I) ον, Α 1. ανάμικτος 2. στενά συνδεδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κράτος (< θ. κρατού κεράννυμι «αναμιγνύω», πρβλ. αόρ. β ἐ κρά θην), πρβλ. εὔ κρατος]. (II) η, ο, Ν [συγκρατώ] (στον Ερωτόκρ.) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται… … Dictionary of Greek
σύγκρατον — σύγκρᾱτον , σύγκρατος mixed together masc/fem acc sg σύγκρᾱτον , σύγκρατος mixed together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύγκρατος — ἀσύγκρατος, ον (Α) ο ανάρμοστος, ο ασυμβίβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σύγκρατος (< συγκεράννυμι) «ανάμικτος, στενά ενωμένος»] … Dictionary of Greek
πολυσύγκρατος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προήλθε από την ανάμιξη πολλών υλικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σύγκρατος (< συγκεράννυμι)] … Dictionary of Greek
συγκρασία — ἡ, Α [σύγκρατος (Ι)] πιθ. σύγκραση … Dictionary of Greek
συγκράτοις — συγκρά̱τοις , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκράτου — συγκρά̱του , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκράτους — συγκρά̱τους , σύγκρατος mixed together masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκράτωι — συγκρά̱τῳ , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκράτων — συγκρά̱των , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)