Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σύγκλησις

См. также в других словарях:

  • σύγκληση — η, Ν 1. μετά από πρόσκληση ουγκέντωση, πολλών συνήθως, ατόμων στο ίδιο μέρος και για τον ίδιο σκοπό («η σύγκληση τού διοικητικού συμβουλίου») 2. η πρόσκληση για τέτοια συγκέντρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκαλώ. Η λ., στον λόγιο τ. σύγκλησις, μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»