-
1 σύγκλησις
A v. σύγκλεισις, συγκλείω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύγκλησις
См. также в других словарях:
σύγκληση — η, Ν 1. μετά από πρόσκληση ουγκέντωση, πολλών συνήθως, ατόμων στο ίδιο μέρος και για τον ίδιο σκοπό («η σύγκληση τού διοικητικού συμβουλίου») 2. η πρόσκληση για τέτοια συγκέντρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκαλώ. Η λ., στον λόγιο τ. σύγκλησις, μαρτυρείται … Dictionary of Greek