Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σύγκλεισμα

См. также в других словарях:

  • σύγκλεισμα — border neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύγκλεισμα — τὸ, Α [συγκλείω] αυτό που περικλείει κάτι («ἐπὶ τὰ συγκλείσματα αὐτῶν ἀναμέσον ἐξερχομένων λέοντες καὶ βόες», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • συγκλείσματα — σύγκλεισμα border neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκλειστός — ή, όν, Α [συγκλείω] 1. ο κλεισμένος μαζί 2. αυτός που έχει τη δύναμη να περικλείει 3. φρ. «ἔργον συγκλειστόν» σύγκλεισμα* …   Dictionary of Greek

  • ԱՂԽ — (ի, ից.) NBH 1 0041 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c գ. ԱՂԽ կամ ԱԽ. κλεῖθρον, σύγκλεισμα, πτίξις, κάτοχος claustrum, clausura, repagulum, plicatura Փակ. փականք. փակաղակ. կապ. զօդ պնդիչ. ախլակ, ախլանք, կղպաք,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽՈՐՇ — I. (ի, ից.) NBH 1 0979 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. κοίλωμα, κοῖλον cavitas, cavum, concavum σύγκλεισμα , συγκλιστόν clausura, conclusum ἁπόλοιπον reliquum νοσσιά nidus եւն. Խորութիւն իմն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»