-
1 σωφρονιστήρες
-
2 σωφρονιστῆρες
См. также в других словарях:
σωφρονιστῆρες — σωφρονιστήρ wisdom teeth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραντήρ — κραντήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κραίνω (Ι)] 1. αυτός που τελειώνει κάτι 2. άρχοντας, ηγεμόνας 3. δόντι 4. στον πληθ. οἱ κραντήρες τα τελευταία δόντια που βγάζει ο άνθρωπος, οι φρονιμήτες, οι σωφρονιστήρες («φαίνονται δὲ οἱ τελευταῑοι τοῑς ἀνθρώποις γομφίοι … Dictionary of Greek