Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σωφρονιστηρ

См. также в других словарях:

  • σωφρονιστήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ βλ. σωφρονιστήρας …   Dictionary of Greek

  • σωφρονιστῆρα — σωφρονιστήρ wisdom teeth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφρονιστῆρας — σωφρονιστήρ wisdom teeth masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφρονιστῆρες — σωφρονιστήρ wisdom teeth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφρονιστήρας — ο / σωφρονιστήρ, ῆρος, ΝΜΑ ανατ. ο τρίτος γομφίος οδόντας, αλλ. φρονιμίτης μσν. αρχ. σωφρονιστής αρχ. φρ. «σωφρονιστήρ λίθος» ο λίθος που ξανάφερε τον Ηρακλή στα λογικά του (Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σωφρονίζω + επίθημα τήρ(ας) (πρβλ. κομισ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • σωφρονιστήριο — Τόπος ή ίδρυμα στο οποίο στέλνονται άτομα για σωφρονισμό. Σ. λέγεται και φυλακή στην οποία φυλακίζονται άτομα για να εκτίσουν την ποινή τους. Οι διάφορες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στα σ. λέγονται σωφρονιστικά συστήματα. Παρά τις σποραδικές… …   Dictionary of Greek

  • ԶԳԱՍՏԱՑՈՒՑԻՉ — (ցչի, չաց.) NBH 1 0726 Chronological Sequence: 5c, 6c, 10c ա. σωφρονιστής, σωφρονιστήρ emendator Որ զգաստացուցանէ. առիթ զգաստութեան. *Խռովարարք էին, համեստացուցիչ եւ զգաստացուցիչ զոք ոչ ունելով. Փիլ. իմաստն.: *Զգաստացուցիչ կանանց մեղաւորաց. Նար.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»