-
1 σωστά
επίρρ. правильно; точно, верно -
2 σωστά
[соста] εκίρ. верно, правильно.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σωστά
-
3 σωστά
[соста] επίρ верно, правильно. -
4 σωστά
correctement -
5 σωστά
poprawnie przysł. -
6 σωστά
správně -
7 σωστά
1) correctly2) properlyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σωστά
-
8 Κι ο λύκος χορτάτος, και τα πρόβατα σωστά
Και την πίτα ολάκερη, και τον σκύλο χορτάτο– Και το σκύλο χορτάτο, και το ψωμί ακέριο– Κι ο λύκος χορτάτος, και τα πρόβατα σωστά• И волки сыты, и овцы целыИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κι ο λύκος χορτάτος, και τα πρόβατα σωστά
-
9 Πούλαγε ακριβά και ζύγιαζε σωστα
• Продавай дорого, а взвешивай правильноИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πούλαγε ακριβά και ζύγιαζε σωστα
-
10 correctement
σωστά -
11 správně
σωστά -
12 correctly
σωστά -
13 poprawnie
σωστά -
14 верно
верно 1) (правильно) αλή θεια, σωστά· совершенно \верно πολύ σωστά 2) (преданно) πιστά 3) (вероятно) είναι πιθανό* * *1) ( правильно) αλήθεια, σωστάсоверше́нно ве́рно — πολύ σωστά
2) ( преданно) πιστά3) ( вероятно) είναι πιθανό -
15 верно
верно1. нареч (преданно) πιστά.2. нареч (правильно) σωστά, ἀκριβῶς·3. предик безл εἶναι σωστό:совершенно \верно πολύ σωστά, ἀπόλυτα σωστά·4. вводн. сл. (вероятно) πιθανόν, μάλλον, ὅπως φαίνεται:он, \верно забыл μάλλον θά ξέχασε· он, \верно не придет φαίνεται πώς δέν θά ἐρθει. -
16 правильно
правильн||о1. нареч σωστά, ὁρθώς, καλά:рассуждать \правильно κρίνω σωστά· часы иду́т\правильното ὠρολόγι πηγαίνει καλά·2. предик безл εἶναι σωστό, εἶναι ὀρθόν/σωστά!, μάλιστα! (при восклицании)·3. нареч (регулярно) τακτικά, κανονικά. -
17 неверно
-
18 неправильно
неправильно εσφαλμένα· όχι σωστά· это \неправильно ( αυτό) δεν είναι σωστό* * *εσφαλμένα; όχι σωστάэ́то непра́вильно — (αυτό) δεν είναι σωστό
-
19 правильно
-
20 произнести
произнести, произносить 1) (выговаривать) προφέρω·правильно \произнести προφέρω σωστά 2) (говорить) λέγω* \произнести речь εκφωνώ λόγο, κάνω ομιλία* * *= произносить1) ( выговаривать) προφέρωпра́вильно произнести́ — προφέρω σωστά
2) ( говорить) λέγωпроизнести́ речь — εκφωνώ λόγο, κάνω ομιλία
См. также в других словарях:
Ο Σ πεζογράφος — Πέρα από τον ποιητή που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, υπάρχει και ένας άλλος Σ. που δεν τον αξιολογήσαμε όσο πρέπει. Είναι ο Σ. πεζογράφος. Η πεζογραφία του, μικρή κι αυτή σε ποσότητα, αλλ’ ισάξια με την ποίησή του σε πνοή και δυναμισμό, αποτελεί… … Dictionary of Greek
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek
νημερτής — ές (Α νημερτής και δωρ. τ. ναμερτής, ές) νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νημερτείς (ενν. σκώληκες) ζωολ. οι νημερτίνοι αρχ. 1. αυτός που δεν σφάλλει στα λόγια του, αυτός που λέει τα σωστά, αψευδής («ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε γέρων ἅλιος νημερτής» … Dictionary of Greek
σωστός — ή, ό, ΝΑ νεοελλ. 1. άρτιος, χωρίς ατέλειες ή ελλείψεις (α. «σωστό είναι το ποσό» β. «σωστά τα μέλη αν έχει, γή όμορφος γή άσκημος», Ερωτόκρ.) 2. ακριβής, πλήρης («μια σωστή δουλειά δεν κάνει») 3. ορθός (α. «σωστό το συμπέρασμα» β. «δεν ακολούθησε … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
εύστοχος — η, ο (ΑΜ εὔστοχος, ον) 1. αυτός που χτυπάει τον στόχο του με επιτυχία («εὔστοχον ὅπλον») 2. ο ευφυής, ο έξυπνος 3. αυτός που συμπεραίνεται ή υπολογίζεται σωστά 4. το ουδ. ως ουσ. το εύστοχο(ν) η ευστοχία νεοελλ. αυτός που συντελεί σε επιτυχία, ο… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
τηλεχειρισμός — Σύστημα, συνήθως ηλεκτρικό, που επιτρέπει τον χειρισμό μηχανών, συσκευών, οργάνων κλπ. από απόσταση. Σε πολλές εγκαταστάσεις είναι χρήσιμο να χειριζόμαστε τα διάφορα όργανα που συνθέτουν ένα σύνολο από ένα ή περισσότερα κεντρικά σημεία, είτε για… … Dictionary of Greek
φυλοκρινητικός — ή, όν, Α [φιλοκρινῶ] ικανός να κάνει σωστά τη διάκριση, να ξεχωρίζει σωστά … Dictionary of Greek
ψευδός — ή, ό, Ν αυτός που δεν μπορεί να προφέρει σωστά ορισμένους φθόγγους, ιδίως το ψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. (πρβλ. ακριβής > ακριβός). Το επίθ., αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πρόφερε εσφαλμένα, όχι σωστά … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek