Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σωρῑτικός

См. также в других словарях:

  • σωριτικός — ή, όν, Α βλ. σωρειτικός …   Dictionary of Greek

  • σωριτικῆς — σωριτικός of the nature of the fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωριτικήν — σωριτικός of the nature of the fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωριτικῶς — σωριτικός of the nature of the adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωρικός — ή, όν, Α σωριτικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. ανάγνωση αντί σωριτικός] …   Dictionary of Greek

  • σωρειτικός — και σωριτικός, ή, όν, Α [σωρείτης / σωρίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σωρείτη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»