-
1 σωράς
-
2 σωρᾶς
См. также в других словарях:
σωρᾶς — σωρά scopa fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 σωράς
2 σωρᾶς
σωρᾶς — σωρά scopa fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)