-
1 σωρεύω
σωρεύωheap: pres subj act 1st sgσωρεύωheap: pres ind act 1st sg -
2 σωρεύω
σωρεύω, häufen, aufhäufen, Pol. 16, 11, 4 u. a. Sp.; überhäufen, anfüllen, αἰγιαλὸς σεσωρευμένος νεκρῶν, Pol. 16, 8, 9; βωμοὺς λιβάνῳ, Hdn. 4, 8, vgl. 5, 5; αὐχένας στέμμασιν, Apollnds. 12 (VII, 233).
-
3 σωρευω
1) нагромождать, наваливать(τι πρός τι Arst., τι περί τι Plut., τι ἐπί τινι Anth. и ἐπί τι NT.)
2) накапливать(πλοῦτον Polyb.)
3) заваливать(αἰγιαλὸν νεκρῶν Polyb.)
σεσωρευμένος ἁμαρτίαις NT. — отягощенный грехами4) густо увешивать(αὐχένας στέμμασι Anth.)
-
4 σωρεύω
σωρεύω, häufen, aufhäufen; überhäufen, anfüllen -
5 σωρεύω
σωρεύω (σωρός ‘heap’) fut. σωρεύσω; aor. 3 sg. ἐσώρευσεν Jdth 15:11; pf. pass. ptc. σεσωρευμένος (Aristot. et al.; Cat. Cod. Astr. IX/2 p. 115, 9 ὁ ἀήρ; ApcSed 11:6, 8, 11 p. 134, 18, 22, and 26 Ja.; Philo, De Prov. in Eus., PE 8, 14, 62; Jos., Ant. 12, 211).① to amass by setting one thing atop another, heap/pile up (Polyb.; Diod S 5, 46, 5 et al.; Jos., Bell. 4, 380; 6, 431) τὶ ἐπί τι someth. on someth. Ro 12:20 (Pr 25:22; cp. ἄνθραξ).② to heap a place with, load up with (Polyb. 16, 8, 9; Maximus Tyr. 35, 3b; Herodian 4, 8, 9 βωμοὺς λιβάνῳ; 5, 5, 8) pass., fig. γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις silly women, overwhelmed by their sins 2 Ti 3:6.—DELG s.v. σωρός. M-M. TW. -
6 σωρεύω
{гл., 2}нагромождать, наваливать, собирать; страд. быть заваленным; перен. быть отягощенным.Ссылки: Рим. 12:20; 2Тим. 3:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σωρεύω
-
7 σωρεύω
{гл., 2}нагромождать, наваливать, собирать; страд. быть заваленным; перен. быть отягощенным.Ссылки: Рим. 12:20; 2Тим. 3:6.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σωρεύω
-
8 σωρεύω
см. σωριάζω -
9 σωρεύω
нагромождать, наваливать, собирать; страд. быть заваленным; перен. быть отягощенным.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σωρεύω
-
10 σωρεύω
+ V 0-0-0-1-1=2 Prv 25,22; Jdt 15,11to heap sth upon sth [τι ἐπί τι] Prv 25,22; id. [τι ἐπί τινος] Jdt 15,11→TWNT -
11 σωρεύω
A heap one thing on another,τι πρός τι Arist.Rh. 1390b18
;ἐπὶ τοῦ κοσκίνου τὰ τεθλιμμένα Dsc.4.150
;ἄλλον ἐπ' ἄλλῳ πλοῦτον Luc. Epigr.12.6
;ἄνθρακας ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος LXX Pr.25.22
, Ep.Rom. 12.20;περὶ τὸ σῶμα λάφυρα Plu.Pel.33
;νεκρούς D.S.12.62
;πλοῦτον Id.1.62
, cf. 5.46, Phld.Oec.p.45 J.:—[voice] Pass., Arist.GC 325b22, Plb.16.11.4;οὐσίας πλῆθος -εύεται Epicur.Fr. 480
.II heap with something, c. gen.,αἰγιαλοὶ σεσωρευμένοι τινῶν Plb.16.8.9
: c. dat.,σ. βωμοὺς λιβάνῳ Hdn.4.8.9
;αὐχένας στέμμασι AP7.233
(Apollonid.): metaph.,γυναικάρια σεσωρευμένα ἁμαρτίαις 2 Ep.Ti.3.6
. -
12 προς-σωρεύω
προς-σωρεύω, dazu, dabei häufen, anhäufen; Luc. Anach. 25; Geopon.
-
13 προς-επι-σωρεύω
προς-επι-σωρεύω, noch dazu anhäufen; Nicom. arithm. 1, 16; ἔτι πλείονα, Arr. Epict. 1, 2, 24.
-
14 προ-σωρεύω
προ-σωρεύω, vorn, voran, vorher häufen, σῖτος ἦν προσεσωρευμένος, Appian.
-
15 παρα-σωρεύω
παρα-σωρεύω, daneben aufhäufen, Schol. Od. 1, 147.
-
16 περι-σωρεύω
περι-σωρεύω, darum, daran aufhäufen; τῷ ἀγγείῳ χιόνα, Plut. Symp. 6, 4; ἡ σκηνὴ περισωρευϑεῖσα λαφύροις, Timol. 29.
-
17 συσ-σωρεύω
συσ-σωρεύω, zusammenhäufen, anhäufen, Ath. VIII, 333 b συσσεσωρευμένων αὐτῶν.
-
18 ἀπο-σωρεύω
ἀπο-σωρεύω, abhäufen, abpacken, Sp.
-
19 ἀνα-σωρεύω
ἀνα-σωρεύω, aufhäufen, Pol. 8, 35.
-
20 ἐπι-σωρεύω
ἐπι-σωρεύω, dazu anhäufen, aufhäufen, τινί, Ath. III, 123 e u. a. Sp.
См. также в других словарях:
σωρεύω — heap pres subj act 1st sg σωρεύω heap pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύω — σωρεύω, σώρευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σωρεύω — ΝΜΑ [σωρός] (κυριολ. και μτφ.) συσσωρεύω, συγκεντρώνω και σχηματίζω σωρό (α. «ο πόλεμος σωρεύει αφάνταστα δεινά» β. «διετέλεσε... σωρεύων πανταχόθεν τὸν πλοῡτον», Διόδ. γ. «ἄνθρακας πυρὰς σωρεύσεις», ΚΔ δ. «διὰ τοῡ πλήθους τῆς σωρευομένης γῆς»,… … Dictionary of Greek
σωρεύω — σώρευσα, σωρεύτηκα, σωρευμένος, τοποθετώ διάφορα πράγματα το ένα πάνω στο άλλο, φτιάχνω σωρό απ’ αυτά: Σωρεύτηκαν πολλά προβλήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σεσωρευμένα — σωρεύω heap perf part mp neut nom/voc/acc pl σεσωρευμένᾱ , σωρεύω heap perf part mp fem nom/voc/acc dual σεσωρευμένᾱ , σωρεύω heap perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύετε — σωρεύω heap pres imperat act 2nd pl σωρεύω heap pres ind act 2nd pl σωρεύω heap imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύσουσι — σωρεύω heap aor subj act 3rd pl (epic) σωρεύω heap fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σωρεύω heap fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύσουσιν — σωρεύω heap aor subj act 3rd pl (epic) σωρεύω heap fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) σωρεύω heap fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύσω — σωρεύω heap aor subj act 1st sg σωρεύω heap fut ind act 1st sg σωρεύω heap aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωρεύῃ — σωρεύω heap pres subj mp 2nd sg σωρεύω heap pres ind mp 2nd sg σωρεύω heap pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσωρευμένον — σωρεύω heap perf part mp masc acc sg σωρεύω heap perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)