-
1 замолкать
-
2 молчать
-
3 умолкать
-
4 молчать
-чу, -чшьρ.δ.1. σιωπώ, σωπαίνω, σιγώ, δε μιλώ•что ты -ишь? γιατί σωπαίνεις;•
заставить молчать υποχρεώνω να σωπαίνει•
он упорно -ит αυτός επίμονα σιωπά.
|| δε λειτουργώ•рация -ит ο ασύρματος σιγεί.
2. αποσιωπώ, αποκρύβω.3. υπομένω αδιαμαρτύρητα.μου αρέσει να σωπαίνω, να μη μιλώ. -
5 безмолвствовать
безмолв||ствоватьнесов σιγώ, σιωπώ, σωπαίνω. -
6 замолкать
замолкатьнесов, замолкнуть сов σωπαίνω, σιγάζω/ παύω νά (ό)μιλῶ (тк. о разговоре). -
7 затихать
затихатьнесов, затихнуть сов1. (умолкать) σωπαίνω, παύω, παύω νά ἀκούγομαι:шаги́ затихли τά βήματα ἔπαψαν νά ἀκούγονται· голоса затихли οἱ φωνές σώπασαν·2. (прекращаться) κοπάζω, παύω / καλμάρω (ослабевать):бу́ря затихла ἡ θύελλα ἐκόπασε. -
8 молчание
молчани||ес ἡ σιωπή, ἡ σιγή:принудить кого-л. к \молчаниею ἐπιβάλλω σιγή[ν] σέ κάποιον обойти \молчаниеем παρασιωπώ, ἀποσιωπώ κάτι· нарушить \молчание λύω τήν σιωπή· хранить \молчание τηρώ σιγήν, σωπαίνω· \молчание \молчание Знак согласия погов. ἡ σιωπή σημαίνει συγκατάθεση. -
9 молчать
молчатьнесов σιωπώ, σωπαίνω, λουφάζω:\молчать1 σῶπα!, σουτ!, σιωπή!· молчи! πάψε! -
10 приумолкать
приумолкатьнесов, приумолкнуть сов σωπαίνω, σιωπώ, ἡσυχάζω. -
11 умолкать
умолкатьнесов, умолкнуть сов σιωπώ, σωπαίνω. -
12 утихать
утихатьнесов, утихнуть сов1. σωπαίνω, σιωπώ (о голосе)/ παύω, σταματώ (о шуме)·2. (успокаиваться) ἡσυχάζω, καταπραύνομαι (о боли)/ ἡσυχάζω, κοπανίζω (о буре, ветре и т. п.). -
13 хранить
хранитьнесов1. (где-л.) φυλάγω, διατηρώ:\хранить деньги в сберкассе φυλάγω τά χρήματα στό ταμιευτήριο· \хранить в памяти (в сердце) κρατώ στή μνήμη μου (στήν καρδιά μου)·2. (соблюдать) τηρῶ, κρατώ, φυλάγω:\хранить законы τηρώ τούς νόμους· \хранить обычаи κρατώ τά ἐθιμα· \хранить тайиу φυλάγω ἕνα μυστικό· \хранить в тайне φυλαγω μυστικό· \хранить молчание σωπαίνω, τηρώ σιωπήν ◊ \хранить как зеницу о́ка φυλαγω σάν κόρη ὀφθοιλμοῦ, προσέχω σάν τά μάτια μου. -
14 затихать
[ζατιχάτ'] ρ. σωπαίνω -
15 затихать
[ζατιχάτ'] ρ σωπαίνω -
16 вода
-ы, αιτ. воду, πλθ. воды, δοτ. водам, κ. водам, οργν. водами, κ. водами, προθτ. о водах κ. о водах θ.1. νερό, ύδωρ•дождевая вода βρόχινο νερό•
морская вода θαλασσινό νερό•
колодезная вода πηγαδίσιο νερό•
речная ποταμίσιο νερό•
проточная вода τρεχούμενο νερό•
стоячая вода στάσιμο νερό•
родниковая -νερό της βρύσης, πηγαίο νερό•
питьевая вода πόσιμο νερό•
минеральная вода μεταλλικό νερό•
пресная вода γλυκό νερό (λιμνών, ποταμών)•
грунтовая вода το νερό του υπεδάφους•
жесткая вода γλι-φό νερό•
мягкая вода ελαφρό νερό.
2. πλθ. -ы τα νερά, τα ύδατα•государственные -ы κρατικά ύδατα (θάλασσες, ποτάμια, λίμνες)•
территориальные -ы τα χωρικά ύδατα.
εκφρ.желтая вода – γλαύκωμα (πάθηση των ματιών)•седьмая ή десятая вода на киселе – οι πολύ μακρινοί συγγενείς•темная вода – τύφλωση (από ατροφία του οπτικού νεύρου)•холодной -ой окатить ή облить – ψυχρολούζω, κάνω ψυχρολουσία κάποιον (κατευνάζω τον ενθουσιασμό, διαψεύδω τις ελπίδες, αποθαρρύνω κ.τ.τ.)• чистой ή чистейшей -ы καθαρότερος κι απ’το νερό, λάδι, γνησιότατος, πραγματικότατος•лить -у на чью мельницу – χύνω νερό στο μύλο κάποιου (βοηθώ στο έργο κάποιου)•толочь -у (в ступе) ή носить решетом -у – κουβαλώ νερό με το καλάθι (ματαιοπονώ)•- ы не замутит – δεν πατά ούτε μυρμήγκι (άκακος, ήσυχος, πράος, ταπεινός)•тише -ы, ниже травы – πάρα πολύ ήσυχος, φρονιμότατος, αγαθότατος, ταπεινότατος•много ή немало, столько – κ.τ.τ. -ы утекло πέρασε πολύς καιρός, χρόνια και ζαμάνια•набрать -ы в рот – καταπίνω τη γλώσσα μου, σιγώ, σωπαίνω, το βουλώνω, βουβαίνομαι•выйти сухим из -ы – (αν και ένοχος) βγαίνω καθαρός (αθώος), вывести на чистую ή на свежую -у βγάζω στα φόρα, ξεσκεπάζω (σκοτεινές υποθέσεις)•как (будто, словно) в -у глядел ή смотрел – σα να το ήξερε (το διέβλεψε με ακρίβεια). -
17 гугу
ни гугу ούτε τσιμουδιά, μη πείς, μη βγάλεις λέξη. β) σωπαίνω, δε μιλώ καθόλου. -
18 замалчивать
-
19 замолкнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. замолк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замолкший, κ. замолкнувшийρ.σ.1. σιγώ, σιωπώ, σωπαίνω•ребенок замолк и заснул το παιδάκι σώπασε και αποκοιμήθηκε•
-ли пушки σίγησαν τα κανόνια.
|| σταματώ την αλληλογραφία, τηρώ σιγή.2. παύω, σταματώ (για ήχο)•шаги на лестнице -ли τα πατήματα στη σκάλα σταμάτησαν•
шум -олк ο θόρυβος έπαψε.
3. (γιά αισθήματα, λογικό) δεν λειτουργώ•рассудок -олк το λογι-? κό έπαψε να λειτουργεί.
-
20 замолчать
-чу, -чишьρ.σ. σιγώ, σιωπώ, σωπαίνω κλπ. ρ. βλ. замолкнуть.ρ.σ.μ. αποσιωπώ, παρασιωπώ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σωπαίνω — σωπαίνω, σώπασα βλ. πίν. 52 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σωπαίνω — ΝΜ σιωπώ, παύω να μιλώ (α. «να σωπάσω με προστάζει / με το δάκτυλο η θεά», Σολωμ. β. «καὶ λέγουσίν με, σώπασε, σαλέ, μὴ συντυχαίνεις», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. παραμένω σιωπηλός, δεν μιλώ 2. μτφ. δεν εμφανίζομαι στη δημοσιότητα 3. (μτβ.) επιβάλλω… … Dictionary of Greek
σωπαίνω — ασα, ασμένος 1. μτβ., δεν αφήνω κάποιον να μιλήσει. 2. αμτβ., δε μιλάω, δεν ακούομαι καθόλου: Σώπα, μην κλαις. – Σώπασε κυρα Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
άχνα — (I) η 1. αχνός, ατμός 2. ελαφριά πνοή, αναπνοή 3. φρ. «δεν βγάζω άχνα» δεν μιλάω καθόλου, σωπαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχνίζω(ΙΙ), με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. λαχτάρα < λαχταρίζω, μαγάρα < μαγαρίζω, φοβέρα < φοβερίζω κ.ά.)]. (II) ἄχνα, η… … Dictionary of Greek
αντισιωπώ — ἀντισιωπῶ ( άω) (Α) σωπαίνω κι εγώ … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek