-
1 σωματοφύλαξ
A bodyguard, Sammelb.3941.5 (ii B.C.), Plb.15.32.6, J.Vit.18, Gal.14.624: in pl., Plb.8.20.8, al., LXX Ju.12.7, D.S.34.2, Arr.An.1.6.5, Hdn.4.13.1: as Adj., protecting the body,φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας PMag.Lond. 121.597
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωματοφύλαξ
-
2 σωματοφυλαξ
-
3 σωματοφύλαξ
σωματοφύλαξbodyguard: masc nom /voc sg -
4 σωματοφύλαξ
-ακος ὁ N 3 0-0-0-0-3=3 1 Ezr 3,4; Jdt 12,7; 3 Mc 2,23Cf. MOOREN 1977, 28-36; →LSJ RSuppl -
5 σωματοφύλαξ
σωματο-φύλαξ, ακος, ὁ, Leibwächter, Leibwache -
6 σωματοφυλάκων
σωματοφύλαξbodyguard: masc gen pl -
7 σωματοφύλακα
σωματοφύλαξbodyguard: masc acc sg -
8 σωματοφύλακας
σωματοφύλαξbodyguard: masc acc pl -
9 σωματοφύλακες
σωματοφύλαξbodyguard: masc nom /voc pl -
10 σωματοφύλακι
σωματοφύλαξbodyguard: masc dat sg -
11 σωματοφύλακος
σωματοφύλαξbodyguard: masc gen sg -
12 σωματοφύλαξι
σωματοφύλαξbodyguard: masc dat pl (epic) -
13 σωματοφύλαξιν
σωματοφύλαξbodyguard: masc dat pl (epic) -
14 σωματο-φρουρητήρ
σωματο-φρουρητήρ, ῆρος, ὁ, = σωματοφύλαξ, Maneth. 4, 232.
-
15 σωματοφρουρητήρ
A = σωματοφύλαξ, Man.4.232.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωματοφρουρητήρ
-
16 ἀρχισωματοφύλαξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχισωματοφύλαξ
См. также в других словарях:
σωματοφύλαξ — bodyguard masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφύλαξ — ακος, ὁ, ΜΑ βλ. σωματοφύλακας … Dictionary of Greek
σωματοφυλάκων — σωματοφύλαξ bodyguard masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφύλακα — σωματοφύλαξ bodyguard masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφύλακας — σωματοφύλαξ bodyguard masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφύλακες — σωματοφύλαξ bodyguard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφύλακι — σωματοφύλαξ bodyguard masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφύλακος — σωματοφύλαξ bodyguard masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφύλαξι — σωματοφύλαξ bodyguard masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφύλαξιν — σωματοφύλαξ bodyguard masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφύλακας — ο / σωματοφύλαξ, ακος, ΝΜΑ, θηλ. σωματοφυλάκισσα Μ άτομο επιφορτισμένο με τη διαφύλαξη τής ζωής και τής σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου (α. «οι σωματοφύλακες τού Προέδρου τής Δημοκρατίας» β. «καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῑς σωματοφύλαξιν μή… … Dictionary of Greek