Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σωματοποιοῦσι

См. также в других словарях:

  • σωματοποιοῦσι — σωματοποιέω give bodily existence to pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) σωματοποιέω give bodily existence to pres ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»