Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

σωμασκία

См. также в других словарях:

  • σωμασκία — σωμασκίᾱ , σωμασκία bodily exercise fem nom/voc/acc dual σωμασκίᾱ , σωμασκία bodily exercise fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σωμασκίᾱ , σωμασκίας one who takes bodily exercise masc nom/voc/acc dual σωμασκίας one who takes bodily exercise… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωμασκίᾳ — σωμασκίαι , σωμασκία bodily exercise fem nom/voc pl σωμασκίᾱͅ , σωμασκία bodily exercise fem dat sg (attic doric aeolic) σωμασκίαι , σωμασκίας one who takes bodily exercise masc nom/voc pl σωμασκίᾱͅ , σωμασκίας one who takes bodily exercise masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωμασκία — η, ΝΜΑ σωματική άσκηση, αθλητική γύμναση («ἐπεμελεῑτο δὲ καὶ σωμασκίας», Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. σῶμα ἀσκῶ με την κατάλ. τών θηλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • σωμασκίας — σωμασκίᾱς , σωμασκία bodily exercise fem acc pl σωμασκίᾱς , σωμασκία bodily exercise fem gen sg (attic doric aeolic) σωμασκίᾱς , σωμασκίας one who takes bodily exercise masc acc pl σωμασκίᾱς , σωμασκίας one who takes bodily exercise masc nom… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωμασκίαν — σωμασκίᾱν , σωμασκία bodily exercise fem acc sg (attic doric aeolic) σωμασκίᾱν , σωμασκίας one who takes bodily exercise masc acc sg (attic epic doric aeolic) σωμασκίας one who takes bodily exercise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωμασκίαις — σωμασκία bodily exercise fem dat pl σωμασκίας one who takes bodily exercise masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωμασκίας — ὁ, Α 1. αυτός που ασκεί το σώμα του, που ασχολείται με τον αθλητισμό 2. σωματώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωμασκία + κατάλ. ίας (πρβλ. νεαν ίας)] …   Dictionary of Greek

  • σωμασκώ — έω, Α 1. ασκώ το σώμα μου, γυμνάζομαι 2. φρ. «σωμασκῶ ἐμαυτόν» i) συνηθίζω στη σκληραγωγία (Διογ. Λαέρ.) ii) «σωμασκῶ τὸν πόλεμον» προετοιμάζομαι για πόλεμο (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τής λ. σωμασκία] …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • φούαξιρ — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐπὶ τῆς χώρας σωμασκία τῶν μελλόντων μαστιγοῡσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Λακων. τ. σχηματισμένος από ένα αμάρτυρο ρ. *φυάζω (βλ. λ. φουάδδει)] …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՐՄՆԱԿՐԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0227 Chronological Sequence: 6c գ. σωμασκία corporis exercitatio. Կրթութիւն մարմնոյ՝ ըստ ըմբշաց. *Զմարմնակրթութեամբն քամահեցին. զայն՝ որ յոգւոջն է՝ կազմեն զիւրեանց զառողջութիւն. Փիլ. իմաստն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»