-
1 σωλην
- ῆνος ὅ1) канава, канал, желоб, водопровод Her., Plut.2) трубка для распыления благовоний, пульверизатор(ἀργυροῖ καὴ χρυσοῖ σωλῆνες Plut.)
3) зоол. морской черенок ( моллюск Solenensis) Arst. -
2 γαστροεντερικός
η, ό[ν] мед. желудочно-кишечный;γαστροεντερικός σωλήν — желудочно-кишечный тракт
-
3 διοχετευτικός
η, ό[ν] отводный;διοχετευτικός σωλήν — глушитель (звука)
-
4 παροχετευτικός
η, ό[ν] отводной, отводный, отводящий (воду);παροχετευτικός σωλήν(ας) — отводящая водопроводная труба
-
5 παροχικός
-
6 σουλην-
см. σωλην\ -
7 τορπιλ(λ)οβλητικός
η, ό[ν] торпедный, предназначенный для выбрасывания торпед;τορπιλ(λ)οβλητικός σωλήν — торпедный аппарат
-
8 τορπιλ(λ)οβλητικός
η, ό[ν] торпедный, предназначенный для выбрасывания торпед;τορπιλ(λ)οβλητικός σωλήν — торпедный аппарат
См. также в других словарях:
σωλήν — channel masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλην(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στη λ. σωλήν, ῆνος και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση με σωλήνα ή αναφέρεται στον σωλήνα (για τις σημ. τού τ. βλ. λ. σωλήνας). Το α συνθετικό σωληνο απαντά και σε αρκετούς… … Dictionary of Greek
σωλήν — ῆνος, ὁ, ΜΑ βλ. σωλήνας … Dictionary of Greek
σωλῆνα — σωλήν channel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλῆνας — σωλήν channel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλῆνε — σωλήν channel masc nom/voc/acc dual σωλῆνος channel masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλῆνες — σωλήν channel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλῆνι — σωλήν channel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλῆνος — σωλήν channel masc gen sg σωλῆνος channel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλῆσι — σωλήν channel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλῆσιν — σωλήν channel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)