Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σωληνιστής

См. также в других словарях:

  • σωληνιστής — one who fishes for the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωληνιστής — ὁ, Α αυτός που ψαρεύει τα θαλασσινά σωλήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, ῆνος «είδος θαλάσσιου οστρακόδερμου» + κατάλ. ιστής (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • σωληνισταί — σωληνιστής one who fishes for the masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»