-
1 σωλήνων
σωλήνchannel: masc gen plσωλῆνοςchannel: masc gen pl -
2 διακόλλησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακόλλησις
-
3 κόλλησις
A gluing, Hp.Art.39, Gal.18(1).456, Thphr.HP5.7.4; soldering,κ. σιδήρου Hdt.1.25
, Plu.2.156b;κ. χρυσίου Thphr. Lap.26
; (vi A.D.).II generally, fixing tight, close fastening, Hp.Art.33; of the cupping-glass, Arist.Rh. 1405b3.2 Rhet., union of a verse quotation with prose, Hermog.Meth.30.3 metaph., close friendship, Eun.Hist.p.267 D.4 Astron., apparent contact of planet with fixed star, Ptol.Alm.8.4 (pl.); of two planets on the same meridian, Vett. Val.115.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κόλλησις
-
4 ὀχετεύω
A conduct water by a conduit or canal,τὸν ποταμὸν ὀχετεῦσαι Hdt.2.99
, cf. PPetr.1p.78 (iii B. C.): metaph., ;πῦρ ἐπὶ πῦρ ὀ. εἰς τὸ σῶμα Pl.Lg. 666a
;ἡ φύσις τὸ αἷμα διὰ παντὸς ὠχέτευκε τοῦ σώματος Arist.PA 668a20
:—[voice] Med.,ῥοῦν ὀχετευσάμενος AP9.162
:—[voice] Pass., to be conducted, conveyed,ὕδωρ ὀχετευόμενον διὰ σωλήνων Hdt.3.60
; ; ὀχετεύσομαι in pass. sense, Pherecr.130.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀχετεύω
См. также в других словарях:
σωλήνων — σωλήν channel masc gen pl σωλῆνος channel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμιαντοτσιμέντο — Μείγμα τσιμέντου και αμιάντου, που απονέμεται με μεγάλη πίεση σε διαδοχικά επάλληλα στρώματα πολύ μικρού πάχους, ώσπου να σχηματιστούν επίπεδες ή κυματοειδείς πλάκες, σωλήνες, στοιχεία σύνδεσης (ρακόρ) κλπ. Στο εμπόριο, το α. κυκλοφορεί με… … Dictionary of Greek
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
διακλαδωτήρας — ο 1. παράλληλη αντίσταση ακριβούς τιμής που συνδέεται σε γαλβανόμετρο ή σε αμπερόμετρο για να αυξήσει τη μετρική περιοχή του 2. εξάρτημα τών ηλεκτρικών γραμμών χαμηλής τάσης, με τη βοήθεια τού οποίου συνδέεται η γραμμή τού καταναλωτή με τη γραμμή … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
συρματοποίηση — Φάση της διαδικασίας για την επεξεργασία των μετάλλων, των πλαστικών υλών και των ελαστικών, που αποσκοπεί στην παραγωγή συρμάτων, σωλήνων ή λεπτών ράβδων κλπ. Η συνηθισμένη μέθοδος βασίζεται στη διέλευση των υλικών μέσα από μια σειρά από τρύπες… … Dictionary of Greek
σωλήνωση — η, Ν [σωληνώνω] 1. τεχνολ. σύνολο διαδοχικά τοποθετημένων σωλήνων έτσι ώστε αυτοί να αποτελούν μια συνεχή κοίλη γραμμή μεταφοράς ενός ρευστού ή ένα μέσο εξωτερικής προστασίας καλωδίων 2. τεχνολ. η τοποθέτηση σωλήνων ύδρευσης και αποχέτευσης σε… … Dictionary of Greek
ενδοσκοπική παλίνδρομη χολαγγειοπαγκρεατογραφία — Ειδική εξέταση των σωλήνων που οδηγούν από το συκώτι, τη χοληδόχο κύστη και το πάγκρεας στο δωδεκαδάκτυλο. Με το ενδοσκόπιο διοχετεύεται σε αυτούς τους σωλήνες σκιαγραφικό υλικό, που επιτρέπει στον γιατρό να κάνει τις παρατηρήσεις του. Η μέθοδος… … Dictionary of Greek
ένεση τσιμέντου — Ο όρος ένεση χρησιμοποιείται στην οικοδομική για να χαρακτηρίσει το σύνολο των εργασιών που έχουν σκοπό τη στερέωση τοίχων ή εδαφών, με την εισαγωγή με πίεση ρευστού τσιμεντοκονιάματος ή τσιμέντου σε σκόνη στο εσωτερικό της μάζας. Στην πιο απλή… … Dictionary of Greek
ηλεκτρονικός σωλήνας κενού — Γενική ονομασία μιας μεγάλης κατηγορίας ηλεκτρονικών σωλήνων, που χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι στον σωλήνα που διαρρέεται από ηλεκτρονικό ρεύμα έχει πραγματοποιηθεί απόλυτο σχεδόν κενό. Διακρίνονται βασικά σε τρεις τύπους, ανάλογα με τον… … Dictionary of Greek
σωλήνωση — η σύνολο σωλήνων μιας εγκατάστασης ή τοποθέτηση σωλήνων: Πέρασαν τις σωληνώσεις στην οικοδομή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)