-
1 σωκάριον
σωκάριον*Geom.neut nom /voc /acc sg -
2 σωκάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωκάριον
-
3 σωκαρίων
σωκάριον*Geom.neut gen pl -
4 σωκάρια
σωκάριον*Geom.neut nom /voc /acc pl -
5 βωθύζειν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βωθύζειν
См. также в других словарях:
σωκάριον — *Geom. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωκάριον — τὸ, ΜΑ σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί ενός αναμενόμενου *σοκκάριον < σόκκος / σόκος (πρβλ. και μσν. σῶκος [ΙΙ])] … Dictionary of Greek
σωκαρίων — σωκάριον *Geom. neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωκάρια — σωκάριον *Geom. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωκάρην — τὸ, Μ το σωκάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶκος (II) + κατάλ. άρην, μσν. τ. τής υποκορ. κατάλ. άριον*, άρι*] … Dictionary of Greek