См. также в других словарях:
σχύρ — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) ο σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη θεωρείται η σύνδεση τού τ. με τη λ. χήρ «σκαντζόχοιρος»] … Dictionary of Greek
σχύρ — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) ο σκαντζόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη θεωρείται η σύνδεση τού τ. με τη λ. χήρ «σκαντζόχοιρος»] … Dictionary of Greek