-
1 σχῑνο-τρώξ
σχῑνο-τρώξ, ῶγος, ὁ, der das wohlriechende Mastixholz od. Zahnstocher davon kauet, Suid., vgl. Zenob. 5, 96.
-
2 σχινοτρώκτης
A one who chews mastich-wood, to make his teeth white, Luc.Lex.12, Zen.5.96:—also [suff] σχῑνο-τρώξ, ὁ, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχινοτρώκτης
-
3 σχῑνοτρώξ
σχῑνο-τρώξ, ῶγος, ὁ, u. σχῑνο-τρώκτης, ὁ, der das wohlriechende Mastixholz od. Zahnstocher davon kauet
См. также в других словарях:
φιλότρωξ — ωγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει να τρώει πολύ ή συχνά, λιχούδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τρωξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, σχινο τρώξ] … Dictionary of Greek
φυλλοτρώξ — ῶγος, ὁ, Α αυτός που τρώει χορταρικά, φυτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, σχινο τρώξ] … Dictionary of Greek