-
1 σχολή
η1) школа; училище; курсы;ανωτάτη σχολή — высшая школа, институт;
κομματική σχολή — партийная школа;
νυχτερινή (είδική) σχολή — вечерняя (специальная) школа;
στρατιωτική σχολή — военное училище;
τεχνική σχολή — техническое училище;
σχολή πληροφοριών — разведывательная школа;
σχολή ξένων γλωσσών — курсы иностранных языков;
σχολή ναυτικών δοκίμων — военно-морское училище;
σχολή ικαρων — авиационное училище;
2) факультет;νομική σχολή — юридический факультет;
3) перен. школа, учение, система (философская и т. п.);δημιουργώ δνκή μου σχολή — со-
здать свою школу;4) школа, выучка;περνώ καλή σχολή — пройти хорошую школу
-
2 σχολη
I.дор. σχολά (ᾰ) ἥ1) досуг, свободное время(σχολέν ἔχειν Eur., Xen.)
οὐ σ. αὐτῷ Plat. — ему некогда;2) освобождение, свобода, отдых(τινος Soph., Eur. и ἀπό τινος Xen., Plat.)
τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων ἄγειν σχολήν Plat. — быть свободным от прочих занятий3) праздность, бездействие Soph.σ., τερπνὸν κακόν Eur. — праздность, приятное зло
4) медлительность, промедлениеμέ σχολέν τίθει Aesch. — не медли;
οὐ σχολῆς τόδ΄ ἔργον Eur. — это не терпит отлагательства5) занятие на досуге, ученая беседа, тж. умственный труд(φιλονεικεῖν ἐν ταῖς σχολαῖς Plat.)
6) учебное занятие, упражнение, лекция(ἀκούσματα καὴ σχολαί Plut.)
7) сочинение, трактат(σχολέν περί τινος γράψασθαι Plut.)
8) школа(αἱ σχολαὴ τῶν φιλοσόφων Plut.). - см. тж. σχολῇ
II.adv.1) медленно, неторопливоἤνυτον σ. βραδύς Soph. — я медленно шел
2) медлительно, непроворно(πορεύεσθαι Xen.)
3) (тж. в ответах) с трудом, едва ли, вряд лиσ. ἄν τι ἄλλο Plat. — едва ли что-л. иное,
4) совсем нет, нисколько5) тем менееεἰ αὗται μέ ἀκριβεῖς εἰσι, σ. αἵ γε ἄλλαι Plat. — если эти (ощущения) не точны, то тем менее (точны) другие
-
3 σχολή
ἡ σχολή ['задержка'] 1. перерыв в деятельности, досуг; праздность; 2. занятие во время досуга, особ. беседа, чтение, раздумье (ср. лат. schola, нем. Schule, школа) σχολή adv. 1. неспешно, спокойно; 2. с трудом, еле еле; (в ответах) едва ли -
4 σχολή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σχολή
-
5 σχολή
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σχολή
-
6 σχόλη
η1) досуг, свободное время; 2) выходной день; 3) праздник -
7 σχολή
училище, школа.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σχολή
-
8 σχόλη
[схоли] ουσ. Θ. досуг, свободное время, выходной день, праздник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σχόλη
-
9 σχολή
[схоли] ουσ. 0. школа, факультет, училище,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σχολή
-
10 σχόλη
[схоли] ουσ θ досуг, свободное время, выходной день, праздник. -
11 σχολή
[схоли] ουσ θ школа, факультет, училище. -
12 Αθωνιάς Εκκλησιαστική Σχολή
Αθωνιάς Εκκλησιαστική Σχολή ηАфонская Церковная школа – действующая среднеобразовательная школа для мальчиков. Располагается в скиту апостола Андрея в Карее. Была основана в 1953 году. Продолжает традицию старой академии и называется также АфоньядойΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Αθωνιάς Εκκλησιαστική Σχολή
-
13 Κρητική Σχολή
Κρητική Σχολή ηКритская школа иконописи и росписи храмов (15-16 вв), продолжившая иконописную традицию эпохи ПалеологовΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Κρητική Σχολή
-
14 Ικάρων
[Σχολή] η военное авиационное училище (в Греции) -
15 σχολα
-
16 ανεσις
- εως ἥ1) ослабление напряженности, отпускание(χορδῶν Plat., Plut.)
2) облегчение, льгота(φορῶν Plut.)
3) ослабление, уменьшение, смягчение(κακῶν Her.; πυρετοῦ Arst.; λύπης Plut.)
4) передышка, отдых(τοῦ σώματος Arst.; ἄ. καὴ σχολή Polyb.)
5) освобождение(λύσις καὴ ἄ. τῆς αἰσθήσεως Arst.)
6) таяние(πάγων Plut.)
7) распущенность, разнузданность(τῶν ἀνωφελῶν ἡδονῶν Plat.; δούλων, γυναικῶν Arst.; ἄ. τοῖς στρατιώταις ἐγγενομένη Plut.)
-
17 αποχραω
ион. ἀποχρέω1) быть достаточным, хвататьποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιᾷ πινόμενος Her. — воды в реке не хватило, чтобы напоить войско;
ἀποχρῶν Plat., Plut. — вполне достаточный, пригодный, подходящий;ἀποχρήσει τὰ εἰρημένα Plut. — сказанного будет достаточно2) pass. довольствоваться, удовлетворяться(τινι и ποιεῖν τι Her.)
ἀπεχρέετό (и ἀπέχρα) σφι ἡσυχίην ἄγειν Her. — они были довольны, что могут наслаждаться покоем3) med. извлекать пользу, пользоваться(τῇ τοῦ στρατεύματος ἐκπλήξει Thuc.; τοῖς χρήμασιν и τὰ χρήματα Arst.; τῇ σχολῇ πρὸς κάλλιστον ἔργον Plut.)
4) med. злоупотреблять(τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶν Dem.; ἀποχρῆσθαι μᾶλλον ἢ χρῆσθαί τινι Plut.)
5) уничтожать, убивать(τοὺς ἄνδρας Arph., Thuc.)
-
18 δελεαζω
1) насаживать в качестве приманки, наживлять(τι περὴ ἄγκιστρον Her. и τινὴ τὸ ἄγκιστρον Luc.; κύρτον δελέατι Arst.)
δελεάσαι (sc. τὸ ἄγκιστρον) ἐπ΄ ἄλλους (ἰχθύας) Luc. — насадить на крючок приманку для поимки других рыб2) бросать в качестве приманки, т.е. расточать(δ. καὴ λιμαίνεσθαι τὰ πλήθη Polyb.)
3) ловить на приманку(ἥ πορφύρα δελεάζεται τοῖς σαπροῖς Arst.)
4) сманивать, соблазнять, прельщать, преимущ. pass. быть соблазненным, прельститься(γαστρί Xen.; χάριτι καὴ ῥᾳστώνῃ Polyb.; ῥᾳστώνῃ καὴ σχολῇ Dem.; ἁρπαγαῖς καὴ πορθήμασι и διὰ τῶν ὄψων Plut.)
-
19 εικαιος
31) тщетный, напрасный, бесплодный(σχολή Soph.; δόξη Plut.; σοφία Anth.)
2) безрассудный, легкомысленный(εἰ. καὴ παράνομος Polyb.)
-
20 εξαυχεω
1) хвалиться, хвастаться(τρίμοιρον χλαῖναν λαβεῖν Aesch.; φρονεῖν ἄμεινον Διός Eur.)
2) быть уверенным, полагатьσχολῆ ποθ΄ ἥξειν (v. l. ἐλθεῖν) δεῦρ΄ ἂν ἐξηύχουν ἐγώ Soph. — я и в мыслях не имел прийти сюда
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σχόλη — σχόλη, η και σκόλη, η μέρα γιορτής ή γενικά μέρα ανάπαυσης: Θα ρθω να σε δω αύριο που έχουμε σκόλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχολή — leisure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
σχόλη — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * και σκόλη, η, Ν 1. ανάπαυση 2. (κατ επέκτ.) ημέρα αργίας, γιορτή· [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή* με σημ. «απραξία,… … Dictionary of Greek
σχολή — η 1. σχολείο και ειδικότερα της ανώτερης βαθμίδας: Φοιτά στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. 2. ελεύθερος χρόνος, αργία. 3. τεχνοτροπία ή κάποιο σύστημα (οικονομικό, φιλοσοφικό, πολιτικό κτλ.) καθώς και οι οπαδοί του: Ο Σολωμός θεωρείται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχολῇ — σχολάζω to have leisure fut ind mid 2nd sg (doric) σχολάζω to have leisure fut ind act 3rd sg (doric) σχολή leisure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωμαϊκή σχολή — Σχολή ζωγραφικής στην οποία ανήκε μια ομάδα ζωγράφων και γλυπτών, Ιταλών και ξένων, που ζούσαν στη Ρώμη. Η δραστηριότητα της σχολής εντοπίζεται χρονολογικά από το 1930 έως το 1945. Βασικοί πρωτεργάτες της σχολής υπήρξαν οι ζωγράφοι Σκιπιόνε… … Dictionary of Greek
αισιόδοξη οικονομική σχολή — Σχολή της πολιτικής οικονομίας που υποστήριξε ότι με την οικονομική εξέλιξη θα υπάρξουν ευεργετικά αποτελέσματα για όλες τις τάξεις της κοινωνίας. Κυριότεροι εκπρόσωποι της υπήρξαν ο Γάλλος γιατρός και οικονομολόγος Φρανσουά Κενέ (1694 1774), ο… … Dictionary of Greek
κλασική οικονομική σχολή — Σχολή οικονομικής ερμηνείας των πολιτικών γεγονότων που είχε ως αφετηρία τους φυσιοκράτες, συνεχίστηκε με τους Σμιθ, Μάλθους, Ρικάρντο, Μπαστιά, Μιλ και είχε υποστηρικτές έως τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο. Βλ. λ. εμποροκρατία· Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ,… … Dictionary of Greek
Σιβιτανίδειος, Σχολή — σχολή τεχνών και επαγγελμάτων που βρίσκεται στην Aθήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σχολή Εμποροπλοιάρχων Κύμης — Παράλιος οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 60), στην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Κύμης … Dictionary of Greek