-
1 σχολιαστής
[схолиастис] ουσ. а. обозреватель, крмментатор.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σχολιαστής
-
2 комментатор
комментатор м о σχολιαστης политический (спортивный) \комментатор о σχολιαστής της πολιτικής (του αθλητισμού)* * *мο σχολιαστήςполити́ческий (спорти́вный) коммента́тор — ο σχολιαστής της πολιτικής (του αθλητισμού)
-
3 обозреватель
-я α.σχολιαστής•обозреватель газеты σχολιαστής εφημερίδας•
военный обозреватель στρατιωτικός σχολιαστής.
-
4 обозреватель
-
5 истолкование
η ερμηνεία, η εξήγηση-тель ο ερμηνευτής, ο σχολιαστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > истолкование
-
6 комментатор
ο σχολιαστήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > комментатор
-
7 обозреватель
ο σχολιαστήςο ανταποκριτής, (автор обозрения) о αρθρογράφοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обозреватель
-
8 рецензент
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рецензент
-
9 истолкователь
истолкова||тельм ὁ ἐρμηνευτής, ὁ σχολιαστής. -
10 комментарийатор
комментарий||аторм ὁ σχολιαστής. -
11 обозреватель
обозревательм ὁ σχολιαστής. -
12 радиокомментатор
радио||комментаторм ὁ ραδιοσχο-λιαστής, ὁ ραδιοφωνικός σχολιαστής. -
13 обозреватель
[αμπαζριβάηλ'] ουσ. α. σχολιαστής -
14 обозреватель
[αμπαζριβάηλ'] ουσ. α. σχολιαστής -
15 обозреватель
[αμπαζριβάηλ'] ουσ α σχολιαστής -
16 обозреватель
[αμπαζριβάηλ'] ουσ α σχολιαστής -
17 истолкователь
-я α.-ница, -ы θ.ερμηνευτής, σχολιαστής. -
18 комментатор
-а α.σχολιαστής. -
19 толкователь
-я α.-кица, -ы θ.ερμηνευτής, -τρία, εξηγητής•толкователь снов ονειροκρίτης.
|| σχολιαστής.
См. также в других словарях:
σχολιαστής — scholiast masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολιαστής — ο 1. αυτός που γράφει ερμηνευτικά σχόλια σε κάποιο συγγραφέα: Σχολιαστής των αρχαίων τραγικών ποιητών. 2. αυτός που επεξηγεί και αναλύει κάτι: Εργάζεται ως σχολιαστής των ειδήσεων στην τηλεόραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχολιαστής — Εκείνος που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι. Εκείνος που σχολιάζει ή υπομνηματίζει κείμενα. Οι σ. είναι βασικά δημιούργημα των αλεξανδρινών χρόνων. Από τα σχόλιά τους σε αρχαία κείμενα σώθηκαν τα παρακάτω, σε χρονική σειρά. 1. Στον Όμηρο. Σχολιαστές… … Dictionary of Greek
σχολιασταῖς — σχολιαστής scholiast masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολιασταί — σχολιαστής scholiast masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολιαστῇ — σχολιαστής scholiast masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολιαστῶν — σχολιαστής scholiast masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίφιλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Επικός ποιητής (5ος αι. π.Χ.). Έγραψε το έργο Θησηίς, από το οποίο έχουν διασωθεί μόνο αποσπάσματα. Επονομάστηκε χωλιαμβογράφος, γιατί έγραφε χωλούς ιάμβους. Τους σκωπτικούς του στίχους εναντίον του φιλόσοφου Βοΐδα… … Dictionary of Greek
Δούκας, Νεόφυτος — (Άνω Σουδενά Ζαγορίου 1760 – Αθήνα 1845). Διδάσκαλος του Γένους. Χειροτονήθηκε ιερέας σε νεαρή ηλικία και έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση στο σχολείο του Μετσόβου. Αργότερα, εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι (1786) και μαθήτευσε κοντά στον δάσκαλο Λάμπρο … Dictionary of Greek
σχολιαστάς — σχολιαστά̱ς , σχολιαστής scholiast masc acc pl σχολιαστά̱ς , σχολιαστής scholiast masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
escoliasta — ► sustantivo masculino femenino Persona que escolia o pone notas a un escrito. SINÓNIMO escoliador * * * escoliasta n. Escoliador. * * * escoliasta. (Del lat. scholiastes, y este del gr. σχολιαστής). com. Persona que escolia … Enciclopedia Universal