Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

σχολιαστής

См. также в других словарях:

  • σχολιαστής — scholiast masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολιαστής — ο 1. αυτός που γράφει ερμηνευτικά σχόλια σε κάποιο συγγραφέα: Σχολιαστής των αρχαίων τραγικών ποιητών. 2. αυτός που επεξηγεί και αναλύει κάτι: Εργάζεται ως σχολιαστής των ειδήσεων στην τηλεόραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχολιαστής — Εκείνος που ερμηνεύει, που εξηγεί κάτι. Εκείνος που σχολιάζει ή υπομνηματίζει κείμενα. Οι σ. είναι βασικά δημιούργημα των αλεξανδρινών χρόνων. Από τα σχόλιά τους σε αρχαία κείμενα σώθηκαν τα παρακάτω, σε χρονική σειρά. 1. Στον Όμηρο. Σχολιαστές… …   Dictionary of Greek

  • σχολιασταῖς — σχολιαστής scholiast masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολιασταί — σχολιαστής scholiast masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολιαστῇ — σχολιαστής scholiast masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχολιαστῶν — σχολιαστής scholiast masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίφιλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Επικός ποιητής (5ος αι. π.Χ.). Έγραψε το έργο Θησηίς, από το οποίο έχουν διασωθεί μόνο αποσπάσματα. Επονομάστηκε χωλιαμβογράφος, γιατί έγραφε χωλούς ιάμβους. Τους σκωπτικούς του στίχους εναντίον του φιλόσοφου Βοΐδα… …   Dictionary of Greek

  • Δούκας, Νεόφυτος — (Άνω Σουδενά Ζαγορίου 1760 – Αθήνα 1845). Διδάσκαλος του Γένους. Χειροτονήθηκε ιερέας σε νεαρή ηλικία και έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση στο σχολείο του Μετσόβου. Αργότερα, εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι (1786) και μαθήτευσε κοντά στον δάσκαλο Λάμπρο …   Dictionary of Greek

  • σχολιαστάς — σχολιαστά̱ς , σχολιαστής scholiast masc acc pl σχολιαστά̱ς , σχολιαστής scholiast masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • escoliasta — ► sustantivo masculino femenino Persona que escolia o pone notas a un escrito. SINÓNIMO escoliador * * * escoliasta n. Escoliador. * * * escoliasta. (Del lat. scholiastes, y este del gr. σχολιαστής). com. Persona que escolia …   Enciclopedia Universal

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»