-
1 σχολαῖος
σχολαῖος, müßig, ruhig, auch langsam, träge; compar. σχολαίτερος, Her. 9, 6 im adv. σχολαίτερα, ϑᾶττον ἢ σχολαίτερον Plat. Rep. X, 610, d, wie Thuc. 7, 15; σχολαίαν ἔπ οίουν τὴν πορείαν πολλὰ ὄντα τὰ ὑποζύγια, Xen. An. 4, 1, 13; σχολαιότατα Lac. 11, 3, u. σχολαιότερον, im Ggstz von ϑᾶττον, An. 1, 5, 9; aber σχολαίτατα, im Ggstz von τάχιστα, Hell. 6, 3, 6.
См. также в других словарях:
σχολαιότερον — σχολαῑότερον , σχολαῖος leisurely adverbial comp σχολαῑότερον , σχολαῖος leisurely masc acc comp sg σχολαῑότερον , σχολαῖος leisurely neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)