Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σχοινό-τονος

См. также в других словарях:

  • τριχότονος — ον, Α αυτός που τεντώνεται με τρίχινα σχοινιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. σχοινό τονος] …   Dictionary of Greek

  • χορδότονος — ον, Α (για έγχορδο μουσικό όργανο) αυτός που έχει τεντωμένη χορδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + τονος (< τόνος < τείνω «τεντώνω»), πρβλ. σχοινό τονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο επίθ. παθ. σημ …   Dictionary of Greek

  • τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»