Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σχοινο-βάτης

См. также в других словарях:

  • καμηλοβάτης — καμηλοβάτης, ὁ (Α) αυτός που καβαλικεύει καμήλα, αναβάτης καμήλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει βάτης, σχοινο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • καρκινοβάτης — καρκινοβάτης, ὁ (Α) αυτός που βαδίζει σαν κάβουρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο βάτης, υπνο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • κεροβάτης — (και κεραβάτης, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει πόδια από κεράτινη ύλη, που έχει πόδια με οπλές και χηλές («κεροβάτας Πᾱν», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Σχολ.) αυτός που βαδίζει στις κορυφές τών βουνών 3. (κατά την άποψη μερικών αρχ. γραμματικών) αυτός που …   Dictionary of Greek

  • κιγκλοβάτης — κιγκλοβάτης, δωρ. τ. κιγκλωβάτας, ὁ (Α) αυτός που περπατά πεταχτά, όπως το πτηνό κίγκλος* («λορδοῡ κιγκλοβάταν ῥυθμόν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίγκλος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο βάτης, τεθριππο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • κραταιβάτης — κραταιβάτης, ου, δωρ. τ. κραταιβάτας, ὁ (Α) επιγρ. (ως επίθ. τού Διός) αυτός που προχωρεί με ισχυρά βήματα, που βαδίζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ορει βάτης, σχοινο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • κτηνοβάτης — ο (Μ κτηνοβάτης) άνθρωπος που συνουσιάζεται με ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. στυλο βάτης, σχοινο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • κυνοβάτης — κυνοβάτης, ὁ (AM) ίππος, ή και όνος, που εκτείνει τους κυνήποδες μπροστά και που έχει απαλό και ανάλαφρο βάδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + βάτης (< βαίνω), πρβλ. ακρο βάτης, σχοινο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • κρημνοβάτης — ο (AM κρημνοβάτης, Α δωρ. τ. κρημνοβάτας) αυτός που αναρριχάται ή που ζει σε γκρεμούς μσν. αρχ. αυτός που λέει μεγάλα λόγια, στομφώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο βάτης, υπνοβάτης] …   Dictionary of Greek

  • τριβοβατώ — έω, Α 1. περιφέρομαι στους δρόμους 2. (μόνο μτφ.) είμαι έμπειρος («ὥσπερ ἔλαφοι ἐν τῷ ὄρει, τριβοβατοῡσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἁγίων», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβος «δημόσιος δρόμος» + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. σχοινο βατῶ] …   Dictionary of Greek

  • φλιοβατώ — έω, Α διαβαίνω το κατώφλι, εισέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλιά «κατώφλι» + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. σχοινο βατῶ] …   Dictionary of Greek

  • χοροβατώ — έω, ΜΑ μσν. χορεύω στην σκηνή αρχ. προχωρώ συμμετέχοντας σε χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. σχοινο βατῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»