-
1 σχοινουργία
σχοινουργ-ία, ἡ,A = σχοινισμός 1, PRyl.171.18 (i A.D.), PFlor.20.17 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχοινουργία
-
2 σχοινουργός
σχοινουργ-ός, ὁ,A land surveyor, PLond.3.1171.64 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχοινουργός
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский