Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σχοινοτένεια

См. также в других словарях:

  • σχοινοτένεια — moving straight forward fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχοινοτένεια — ἡ, Α [σχοινοτενής] (ποιητ. τ.) ως επίθ. εκτεταμένη, μακρόσυρτη («σχοινοτένεια ἀοιδὰ διθυράμβων», Πίνδ.) …   Dictionary of Greek

  • σχοινοτένειαν — σχοινοτένεια moving straight forward fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροτενής — ές (AM μακροτενής, ές) 1. αυτός που εκτείνεται πολύ μακριά, ο πολύ εκτεταμένος σε μήκος, διεξοδικός, σχοινοτενής 2. το ουδ. ως ουσ. το μακροτενές η σχοινοτένεια, η μακρότητα νεοελλ. ο πολύ εκτεταμένος σε χρονική διάρκεια, μακροχρόνιος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»