-
1 σχοινο-τενής
σχοινο-τενής, ές, ausgespannt wie ein Strick, eine Meßruthe, dah. – 1) grade, in grader Richtung, κατέτεινε σχοινοτενέας ὑποδέξας διώρυχας, Her. 1, 189, vgl. 199; σχοινοτενὲς ποιήσασϑαι, in grader Linie abstecken, eine grade Linie ziehen, 7, 23; διέξοδοι u. ä., Sp. – Dah. = lang gedehnt, in die Länge gezogen; auch von Sätzen, Redegliedern, Gesängen; in diesem Sinne hat Pind. frg. 47 ein bes. fem. σχοινοτένεια gebildet. – 2) wie σχοινότονος, mit Binsen bespannt, von Binsen geflochten, σπυρίδες Philp. 22 (VI, 5).
См. также в других словарях:
σχοινοτένεια — moving straight forward fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινοτένεια — ἡ, Α [σχοινοτενής] (ποιητ. τ.) ως επίθ. εκτεταμένη, μακρόσυρτη («σχοινοτένεια ἀοιδὰ διθυράμβων», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
σχοινοτένειαν — σχοινοτένεια moving straight forward fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροτενής — ές (AM μακροτενής, ές) 1. αυτός που εκτείνεται πολύ μακριά, ο πολύ εκτεταμένος σε μήκος, διεξοδικός, σχοινοτενής 2. το ουδ. ως ουσ. το μακροτενές η σχοινοτένεια, η μακρότητα νεοελλ. ο πολύ εκτεταμένος σε χρονική διάρκεια, μακροχρόνιος. επίρρ...… … Dictionary of Greek