-
1 σχοινοβατία
σχοινο-βατία, ἡ, das Gehen, Tanzen auf dem Seile -
2 κονι-βατία
κονι-βατία, ἡ, das Gehen im Staube oder Sande, Hippocr., v. l. σχοινοβατία, vgl. Lob. zu Phryn. 521.
См. также в других словарях:
σχοινοβατία — ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη, Α βλ. σχοινοβασία … Dictionary of Greek
σχοινοβασία — η / σχοινοβατία, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη Α η τέχνη τού σχοινοβάτη, ισορροπία, βάδισμα ή και χορός πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβασία νεοελλ. 1. στον πληθ. οι σχοινοβασίες οι σχοινοβατικές ασκήσεις 2. μτφ. ριψοκίνδυνη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek