Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σχοινοβατία

См. также в других словарях:

  • σχοινοβατία — ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη, Α βλ. σχοινοβασία …   Dictionary of Greek

  • σχοινοβασία — η / σχοινοβατία, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη Α η τέχνη τού σχοινοβάτη, ισορροπία, βάδισμα ή και χορός πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβασία νεοελλ. 1. στον πληθ. οι σχοινοβασίες οι σχοινοβατικές ασκήσεις 2. μτφ. ριψοκίνδυνη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»