-
1 σχιζόπους
σχιζό-πους, ὁ, ἡ, mit gespaltenen Füßen, Zehen, Hufen -
2 στεγανό-πους
στεγανό-πους, π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die σκιάποδες, Alcm. bei Strab. 7, 3, 6; – τὰ στεγανόποδα, Arist. H. A. 2, 12, sind Thiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, Ggstz σχιζόπους.
-
3 σχιζο-ποδία
σχιζο-ποδία, ἡ, Eigenschaft od. Beschaffenheit des σχιζόπους, Arist. part. anim. 1, 3.
-
4 σχιδανό-πους
σχιδανό-πους, ὁ, ἡ, = σχιζόπους, Ath. IX, 397 b aus Arist.
-
5 στεγανόπους
στεγανό-πους, π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die σκιάποδες; τὰ στεγανόποδα, Tiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, Ggstz σχιζόπους -
6 σχιζοποδία
σχιζο-ποδία, ἡ, Eigenschaft od. Beschaffenheit des σχιζόπους
См. также в других словарях:
σχιζόπους — ουν, Α (για ζώα) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του χωρισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + πούς, ποδός «πόδι»] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
σχιδανόπους — ουν, Α σχιζόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο *σχιδανός (< θ. σχιδ του σχίζω*, πρβλ. πιθανός) + πούς, ποδός «πόδι»] … Dictionary of Greek
σχιζοποδία — ἡ, Α [σχιζόπους, ποδος] η ιδιότητα τού σχιζόποδος … Dictionary of Greek
σχιστός — ή, ό / σχιστός, ή, όν, ΝΑ, και σκιστός, ή, ό, Ν [σχίζω] 1. χωρισμένος στα δύο, σχισμένος («Σχιστή οδός» σημερινή ονομασία τού δρόμου που οδηγεί από τους Δελφούς στη Δαύλεια, όπου, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Οιδίποδας σκότωσε τον Λάιο) 2 … Dictionary of Greek