Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σχηματογραφίᾳ

См. также в других словарях:

  • σχηματογραφία — σχηματογραφίᾱ , σχηματογραφία figure described fem nom/voc/acc dual σχηματογραφίᾱ , σχηματογραφία figure described fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματογραφίᾳ — σχηματογραφίᾱͅ , σχηματογραφία figure described fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματογραφία — η, ΝΜΑ [σχηματογραφῶ] η διαγραφή σχημάτων ή η παράσταση αντικειμένων με σχήματα νεοελλ. μαθημ. η λύση εξίσωσης ή συστήματος εξισώσεων με γραφική παράσταση μσν. αρχ. παράσταση αντικειμένων με εικόνες αρχ. σχέδιο ή χάρτης ενός τόπου …   Dictionary of Greek

  • σχηματογραφίας — σχηματογραφίᾱς , σχηματογραφία figure described fem acc pl σχηματογραφίᾱς , σχηματογραφία figure described fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματογραφίαι — σχηματογραφίᾱͅ , σχηματογραφία figure described fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματογραφίαν — σχηματογραφίᾱν , σχηματογραφία figure described fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχηματογραφίαις — σχηματογραφία figure described fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • σχηματικός — ή, ό / σχηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σχήμα, ήματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχήμα νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στη γραφική παράσταση ενός αντικειμένου 2. αυτός που εικονίζεται, που παριστάνεται με σχήμα («σχηματική περιγραφή» πρόχειρη… …   Dictionary of Greek

  • Κωδινός, Γεώργιος — (15ος αι.). Βυζαντινός ιστορικός. Επικράτησε η απόδοση σε αυτόν τριών έργων: Πάτρια της Πόλεως, Περί των οφφικιαλίων του παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των οφφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας και η χρονογραφία Περί των από κτίσεως κόσμου ετών μέχρι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»