Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σχηματισμοῖς

См. также в других словарях:

  • σχηματισμοῖς — σχηματισμός configuration masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυτροπία — και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α [πολύτροπος] 1. η ιδιότητα τού πολύτροπου, πανουργία, δολιότητα 2. πολλαπλότητα, ποικιλία («ἡ ἐν τοῑς σχηματισμοῑς καινότης τε καὶ πολυτροπία», Διον. Αλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»