-
1 σχεδοθεν
adv.1) с близкого расстояния, в упор(βάλλειν Hom.)
2) на близкое расстояние, вплотную(ἐλθεῖν τινι Hom.)
3) на близком расстоянии, вблизи(στῆναί τινος Hom.)
См. также в других словарях:
σχεδόθεν — from nigh at hand indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδόθεν — Α επίρρ. 1. (με τοπ. σημ.) α) από κοντά, εκ τού σύνεγγυς β) (συν. χρησιμοποιείται αντί τού σχεδόν) πλησίον, κοντά 2. (με χρον. σημ.) ευθύς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδόν + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. εγγύ θεν)] … Dictionary of Greek