-
1 planlı
σχεδιασμένος, προγραμματισμένος -
2 tasarımlı
σχεδιασμένος μεφαντασία -
3 плановый
-
4 плановый
пла́нов||ыйприл σχεδιασμένος, σχε-διοποιημένος:\плановыйый отдел τό τμήμα σχε-διοποίησης. -
5 хитросплетённый
επ.σχεδιασμένος, μελετημένος με δολιότητα, ραδιουργημένος.
См. также в других словарях:
βουλευτός — βουλευτός, ή, όν (Α) [βουλεύω] 1. επινοημένος, σχεδιασμένος 2. αυτός για τον οποίο πρέπει να γίνει συζήτηση και να ληφθεί απόφαση … Dictionary of Greek
εύγραμμος — η, ο (ΑΜ εὔγραμμος, ον) 1. καλλίγραμμος, με ωραίες αρμονικές γραμμές 2. καλά σχεδιασμένος, με ωραίο περίγραμμα αρχ. 1. αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῡ λόγου») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔγραμμος ο καλλιγράφος … Dictionary of Greek
μαργαριτογραμμένος — μαργαριτογραμμένος, η, ον (Μ) 1. ζωγραφισμένος, σχεδιασμένος με μαργαριτάρια 2. πολυτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. ενός αμάρτυρου *μαργαριτογράφω (πρβλ. κοντυλο γραμμένος)] … Dictionary of Greek
πύραυλος — (ή ενδοαντιδραστήρας). Ο απλούστερος και ο αρχαιότερος προωθητικός κινητήρας με αντίδρασητ. Ένας προωθητικός κινητήρας με πυραύλους παρέχει μια ώθηση σε συνάρτηση με την εκτόξευση των προϊόντων της καύσης του προωθητικού μείγματος· τα προϊόντα… … Dictionary of Greek
χαρτογραφία — Επιστήμη που αποβλέπει στην απεικόνιση επάνω σε επίπεδη ή σφαιρική επιφάνεια, σε σμίκρυνση, ενός μέρους ή όλης της γήινης επιφάνειας. Η ανάγκη της αναπαράστασης επάνω σε μια σημαντικά περιορισμένη επιφάνεια των τοπογραφικών ιδιομορφιών μιας… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κυρινάλιο — (Quirinal). Ανάκτορο στη Ρώμη, χτισμένο πάνω στον ομώνυμο λόφο. Έλαβε την ονομασία του από τον Σαβίνο θεό Κυρίνο, που ήταν αντίστοιχος του Mars (Άρη) των Ρωμαίων και ταυτιζόταν με τον Ρωμύλο. Η οικοδόμηση του Κ. ξεκίνησε το 1574 επί πάπα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εβραϊκό Ελλάδας (Αθηνών) — Πρόκειται για το τέταρτο κατά σειρά σπουδαιότητας του είδους του στην Ευρώπη το οποίο απέκτησε το 1998 μόνιμη ιδιόκτητη στέγη σε ένα όμορφο νεοκλασικό της Πλάκας (Νίκης 39). Σκοπός του μουσείου είναι η μελέτη, η συντήρηση και η έκθεση… … Dictionary of Greek
Σααρίνεν — (Saarinen). Επώνυμο Φιλανδών αρχιτεκτόνων. 1. Έερο (Κιρκουνούμι, Φιλανδία 1910 Μίσιγκαν 1961). Μετανάστευσε στις ΗΠΑ από τη Φιλανδία το 1923 και αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Γαίηλ το 1934. Στην αρχή εργάστηκε με τον πατέρα του Έλιελ, αλλά… … Dictionary of Greek
Σοφιανός — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Νικόλαος. Κωδικογράφος, εκδότης και πρόδρομος του δημοτικιστικού κινήματος (Κέρκυρα 1500; Ρώμη μετά το 1552). Σπούδασε πιθανώς στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης και υπηρέτησε ως βιβλιοθηκάριος των φιλελλήνων καρδινάλιων… … Dictionary of Greek
σχεδιάζομαι — σχεδιάζομαι, σχεδιάστηκα, σχεδιασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής