-
1 σχεδιάζω
[схэдиазо] р. делать эскиз, набросок, чертить, рисовать, намечать, планироватьΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σχεδιάζω
-
2 вычерчивать
σχεδιάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вычерчивать
-
3 чертить
σχεδιάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чертить
-
4 чертить
чертитьнесов σχεδιάζω, χαράζω, χαράσσω / Ιχνογραφώ (делать наброски карандашом):\чертить план σχεδιάζω, κάνω то <-χέδιο· \чертить карту σχεδιάζω χάρτη. -
5 прочертить
ρ.σ.μ.1. σχεδιάζω με γραμμές-прочертить дугу σχεδιάζω τόξο. || τραβώ γραμμή, σημαδεύω, βάζω σημάδι.2. σχεδιάζω (για ένα χρον. διάστημα).διαφαίνομαι, διαγράφομαι. -
6 конструкция
1. (проект, устройство) η κατασκευ/ήсоздавать - ю с учётом будущих условий эксплуатации σχεδιάζω την - λαμβάνοντας υπ'όψη τις μελλοντικές συνθήκες εκμετάλλευσηςагрегатная - ενοποιημένη -, η μονάδαкрупноблочная - από μεγάλα τμήματα/μπλόκ (ξεν.)2. (строение) η δομή, ο ιστόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конструкция
-
7 проектировать
I.1. (составлять проект) σχεδιογραφώ, σχεδιάζω, μελετώ, κάνω σχέδιο2. (предполагать, намечать что-л. сделать) σκοπεύω. II. 1. мат. (изображать на плоскости) προβάλλω, σχεδιάζω προβολή 2. см. проецировать.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проектировать
-
8 конструировать
-
9 намереваться
намереваться σχεδιάζω, σκοπεύω" что вы \намереватьсяетесь делать? τι σκοπεύετε (или σχεδιάζετε) να κάνετε;* * *σχεδιάζω, σκοπεύωчто вы намерева́етесь де́лать? — τι σκοπεύετε ( или σχεδιάζετε) να κάνετε
-
10 планировать
-
11 проектировать
-
12 рисовать
рисовать ζωγραφίζω; σχεδιάζω, ιχνογραφώ (делать набросок)* * *ζωγραφίζω; σχεδιάζω, ιχνογραφώ ( делать набросок) -
13 чертить
-
14 проектировать
проект||ироватьнесов1. (разрабатывать проект) σχεδιάζω, ἐκπονώ σχέ-διο[ν]·2. (предполагать) σχεδιάζω, σκοπεύω, προτίθεμαι. -
15 рисовать
рисоватьнесов1. Ιχνογραφώ, σχεδιάζω, ζωγραφίζω:\рисовать карандашом ζωγραφίζω μέ μολύβι· \рисовать углем σχεδιάζω μέ κάρβουνο· \рисовать с натуры ζωγραφίζω ἐκ τοῦ φυσικοὔ·2. перен (описывать) ἀπεικονίζω, ζωγραφίζω, περιγράφω, ἐξιστορώ. -
16 строить
строитьнесов1. κτίζω, χτίζω, οἰκοδομώ:\строить дом κτίζω σπίτι·2. перен (созидать, создавать) χτίζω:\строить планы κάνω σχέδια, σχεδιάζω·3. воен. συντάσσω, παρατάσσω:\строить в колонну παρατάσσω σέ φάλαγγα· 4.:\строить фразу συντάσσω φράση· \строить треугольник σχεδιάζω τρίγωνο· ◊ \строить гримасы κά(μ)νω μορφασμούς, στραβομουτσουνιάζω· \строить глазки κάνω τά γλυκά μάτια· \строить ко́зни ραδιουρ-γῶ, σκευωρώ, μηχανορραφώ. -
17 вчертить
-рчу, -ртишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вчерченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.σχεδιάζω μέσα•вчертить круг в прямоугольнике σχεδιάζω κύκλο μέσα στο ορθογώνιο τετράγωνο.
-
18 проектировать
-руга, -руешьρ.δ.μ.1. σχεδιάζω, κάνω σχέδιο•проектировать машиностроительный завод κάνω σχέδιο εργοστασίου μηχανοκατασκευής.
2. σκοπεύω, προτίθεμαι.1. σχεδιάζομαι.2. σκοπεύω, προτιθεμαι.-рую, -руешьρ.δ.μ.1. σχεδιάζω προβολή.2. βλ. процеировать.προβάλλομαι. -
19 строить
строить 1строго, строишьρ.δ.1. οικοδομώ, χτίζω• φτιάχνω•строить дом χτίζω σπίτι•
строить мост φτιάχνω γεφύρι.
|| κατασκευάζω•строить паровозы κατασκευάζω μηχανή σιδηροδρομική.
|| ράβω (ένδυμα).2. μτφ. δημιουργώ•строить социализм οικοδομώ (χτίζω) το σοσιαλισμό.
3. σχεδιάζω•строить ромб σχεδιάζω ρόμβο.
4. συντάσσω• συνθέτω-φτιάχνω, κάνω•строить фразу συντάσσω φράση•
репертуар φτιάχνω το ρεπερτόριο•
строить планы κάνω σχέδια, οργανώνω•
он хорошо -ит свою работу αυτός καλά οργανώνει τη δουλειά του,
5. βασίζω, στηρίζω•строить опыты на точных вычислениях στηρίζω τα πειράματα σε ακριβείς υπολογισμούς.
6. κάνω•строить гримасы μορφάζω•
строить шутки κάνω αστεία.
7. συντάσσω•строить взвод в три шеренги συντάσσω τη διμοιρία σε τρεις ζυγούς.
8. παλ. μουσ. κουρντίζω.εκφρ.строить воздушные замки – φτιάχνω πύργους στον αέρα (αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ)•строить из себя кого – παρουσιάζω τον εαυτό μου για κάποιον, κάνω πως είμαι.,., προσποιούμαιτον...1. οικοδομούμαι, χτίζομαι• γίνομαι.2. δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι.3. συντίθεμαι• συντάσσομαι.4. επεξεργάζομαι, εκπονούμαι•-лись планы εκπονήθηκαν τα σχέδια.
5. βασίζομαι, στηρίζομαι.6. συντάσσομαι (στηγραμμή).строить 2строю, строишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стронный, βρ: строн, строена, строеноρ.σ.μ.τριπλασιάζω• ενώνω ανά τρία. || επα-ναλαβαίνω τρεις φορές. -
20 график
1. (изображение функциональных зависимостей) το διάγραμμα 2. (распи-сание, план) το πρόγραμμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > график
См. также в других словарях:
σχεδιάζω — do pres subj act 1st sg σχεδιάζω do pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδιάζω — σχεδιάζω, σχεδίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σχεδιάζω — ΝΜΑ, και σκεδιάζω Ν [σχέδιος / σχέδιο] νεοελλ. 1. χαράζω σχέδιο, απεικονίζω ένα αντικείμενο κυρίως με μολύβι πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, σχεδιαγραφώ 2. μτφ. προτίθεμαι, προγραμματίζω, έχω κατά νου να κάνω κάτι («σχεδιάζει να παντρευτεί») 3. φρ.… … Dictionary of Greek
σχεδιάζω — σχεδίασα, σχεδιάστηκα, σχεδιασμένος 1. απεικονίζω σε χαρτί κάτι, φτιάχνω το σχέδιο κατασκευής του: Σχεδίασε τη νέα πόλη. 2. πρόκειται να: Σχεδιάζει να παντρευτεί μόλις τακτοποιηθεί επαγγελματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σχεδιάσει — σχεδιάζω do aor subj act 3rd sg (epic) σχεδιάζω do fut ind mid 2nd sg σχεδιάζω do fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδιάσῃ — σχεδιάζω do aor subj mid 2nd sg σχεδιάζω do aor subj act 3rd sg σχεδιάζω do fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχεδιασμένα — σχεδιάζω do perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσχεδιασμένᾱ , σχεδιάζω do perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσχεδιασμένᾱ , σχεδιάζω do perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδιαζομένων — σχεδιάζω do pres part mp fem gen pl σχεδιάζω do pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδιαζόμενον — σχεδιάζω do pres part mp masc acc sg σχεδιάζω do pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδιαζόντων — σχεδιάζω do pres part act masc/neut gen pl σχεδιάζω do pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδιασθέντα — σχεδιάζω do aor part pass neut nom/voc/acc pl σχεδιάζω do aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)