-
1 σχαδων
1) личинка пчелы или осы Arst.2) сотовая ячейка, pl. соты Arph., Theocr.
См. также в других словарях:
σχαδών — larva of the bee fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχαδών — όνος, η, ΝΑ, σχάδων, ονος, Α (λόγιος τ.) η προνύμφη τών δίπτερων και υμενόπτερων εντόμων και, ειδικότερα κατά την αρχαιότητα, η κάμπια τής μέλισσας ή τής σφήκας αρχ. 1. μικρή κυψέλη όπου τρέφεται και αναπτύσσεται η προνύμφη τής μέλισσας 2. μικρή… … Dictionary of Greek
σχαδόνα — σχαδών larva of the bee fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχαδόνας — σχαδών larva of the bee fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχαδόνες — σχαδών larva of the bee fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχαδόνων — σχαδών larva of the bee fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)