-
21 прорываться
[πραρυβάτσα] ρ. σχίζομαι -
22 раздираться
[ραζνπράτσα] ρ. σχίζομαι -
23 разрываться
[ραζρυβάτσα/] ρ. σχίζομαι -
24 рваться
[ρβάτσα/] ρ. σχίζομαι, θέλω -
25 сечься
[σιέτσ'σγια] р. σχίζομαι -
26 сечься
[σιέτσ'σγια] р. σχίζομαι -
27 прорываться
[πραρυβάτσα] ρ σχίζομαι -
28 раздираться
[ραζνπράτσα] ρ σχίζομαι -
29 разрываться
[ραζρυβάτσα] ρ σχίζομαι -
30 рваться
[ρβάτσα] ρ σχίζομαι, θέλω -
31 сечься
[σιέτσ'σγια] ρ σχίζομαι -
32 сечься
[σιέτσ'σγια] ρ σχίζομαι -
33 взрезать
-
34 вырвать
вырвать 1-ву, -вешь ρ.σ.μ.1. βγάζω βίαια, αποσπώ•вырвать зуб βγάζω το δόντι•
вырвать письмо из рук αποσπώ το γράμμα από τα χέρια.
2. ξεριζώνω, εκριζώνω. || μτφ. παίρνω, αποκτώ•вырвать секрет αποσπώ μυστικό.
εκφρ.вырвать из сердца кого, что – βγάζω από την καρδιά μου κάποιον-κάτι (ξεχνώ, παύω να ενδιαφέρομαι, ν’ αγαπώ).1. αποσπώμαι βίαια• ξεφεύγω, ξεγλιστρώ, γλιτώνω.2. βγαίνω, σχίζομαι•в книге -лись страницы από το βιβλίο είναι βγαλμένα (λείπουν) φύλλα.
|| ξεγλιστρώ, πέφτω•лампа -лась из рук η λάμπα γλίστρισε από τα χέρια.
вырвать 2-рвет ρ.σ. κάνω εμετό, εμώ, εξεμώ. -
35 изодрать
-деру, -дершь, παρλθ. χρ. изодрал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изодранный, βρ: -дран, -а, -оρ.σ.μ.ξεσχίζω, κατασχίζω•изодрать письмо ξεσχίζω το γράμμα•
я -ал брики о гвозди έσχισα το παντελόνι στο καρφί.
|| γρατσουνίζω, ξεγδέρνω.(ζε)σχίζομαι, κατασχί ζομαι. || γρατσουνί ζομαι, ξεγδέρνομαι. -
36 изорвать
-рву, -рвшь, παρλθ. χρ. изорвал, -ла.-ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изорванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ. κατασχίζω, καταξεσχίζω.σχίζομαι, φθείρομαι•костюм совсем -лся το κοστούμι κατασχίστηκε.
-
37 колоть
колоть 1коли, колешь, μτχ. ενστ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот, -а, -оρ.δ. μ.1. κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ•колоть штыком τρυπώ με τη λόγχη•
- ет (απρόσ.) в боку μου περνά πόνος σουβλερός στο πλευρό.
|| μαχαιρώνω, φονεύω, σκοτώνω• σφάζω•колоть барана σφάζω το πρόβατο.
2. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. || με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθημα κ.τ.τ.).εκφρ.колоть глаза кому – μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω• προσβάλλω το αίσθημα κάποιου•правда глаза -ет – παρμ. η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα• (темно) хоть глаз коли τρισκόταδο, έρεβος.κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω•ёж -ется ο σκαντζόχοίρος κεντρίζει (με τ αγκάθια).
колоть 2колю, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот,• -а, -оρ.δ.μ.σχίζω• κόβω• σπάζω, θραύω• κομματιάζω•колоть дрова σχίζω ξύλα•
колоть орехи σπάζω καρύδια•
колоть лёд σπάζω τον πάγο.
σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος. -
38 лопнуть
ρ.σ.1. σπάζω, κόβομαι, σχίζομαι• σκάζω•стакан -ул το ποτήρι έσπασε•
верв-ка -ла η τριχιά κόπηκε•
шина -ла το λάστιχο έσκασε.
2. βλ. лопаться (1,2,3 σημ.).εκφρ.терпение -ло – η υπομονή εξαντλήθηκε•со смеху σκάζω από τα γέλια•лопнуть со злости – σκάζω από το κακό•лопнуть от гнева – σκάζω από το θυμό•лопнуть от злобы – σκάζω από την κακία•лопнуть от зависти – σκάζω από τη ζήλεια•лопни (мой) глаза – (όρκος) να μου βγούνε τα μάτια•хоть лопни – (για μάταιες προσπάθειες) βρε να σκάσεις. -
39 надколоть
-колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надколотый, βρ: -лот, -а, -оρ.σ.μ.1. σχίζω, σπάζω λίγο, μισοσχίζω, μισοσπάζω.2. τρυπώ λίγο κεντρίζω.σχίζομαι, σπάζω λίγο•орех -лся το καρύδι έσπασε λιγάκι•
полено -лось το κούτσουρο σχίστηκε λίγο.
-
40 надорвать
-ву, -вшь, παρλθ. χρ. -ал, -ли, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надорванный, βρ: ван, -а, -оρ.σ.μ.1. σχίζω λίγο, μισοσχίζω•лист бумаги σχίζω λίγο το φΰλλο χαρτιού•
конверт σχίζω λίγο το φάκελλο.
2. μτφ. βλάπτω, φθείρω, χαλνώ•надорвать голос χαλνώ τη φωνή•
надорвать здоровье βλάπτω την υγεία.
|| ταλαιπωρώ, βασανίζω, καταπονώ, καταβάλλω εξασθενίζω.εκφρ.надорвать живот (животники) со смеху ή от хохота – ξεκαρδίζομαι (σπαρταρώ, λιγώνομαι) από τα γέλια.1. σχίζομαι λίγο.2. βλάπτομαι, φθείρομαι, χαλνώ•мешок с боку -лся το σακκί σχίστηκε λίγο στο πλευρό.
См. также в других словарях:
σχίζομαι — σκίζομαι και σχίζομαι, σκίστηκα και σχίστηκα, σκισμένος και σχισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σχίζομαι — σχίζω split pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεκρήγνυμαι — Α διαρρηγνύομαι, σχίζομαι βαθμιαία («ὑπεκραγέντος ὑπὸ τοῡ πλήθους καὶ βάρους», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκρήγνυμαι «σχίζομαι, διαρρηγνύομαι, υφίσταμαι ρήγματα»] … Dictionary of Greek
εκρηγνύω — (AM ἐκρηγνύω και ἐκρήγνυμι) νεοελλ. 1. κάνω κάτι να σπάσει, σπάζω, θραύω, θρυμματίζομαι από εσωτερική δύναμη («υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί η βόμβα») 2. (για απροσδόκητο γεγονός, για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική εκδήλωση) ξεσπώ, εκρήγνυμαι … Dictionary of Greek
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek
ξηλώνω — 1. ανοίγω τις ραφές ραμμένου ενδύματος, ξεράβω 2. αφαιρώ τα καρφιά καρφωμένου αντικειμένου, ξεκαρφώνω 3. (σχετικά με μηχανή) διαλύω σε συστατικά μέρη, αποσυνθέτω, ξεμοντάρω 4. μτφ. διώχνω κάποιον, απομακρύνω κάποιον από τη θέση εργασίας του,… … Dictionary of Greek
παλάσσω — (I) παλάσσω (Α) καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα άσσω (πρβλ. αιμ άσσω, λαιμ άσσω, σταλ άσσω). Η σύνδεση τού ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις… … Dictionary of Greek
περιρρήγνυμι — και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω] 1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.) 2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ) 3. απογυμνώνω 4.… … Dictionary of Greek
σμπαράρω — Ν 1. ρίχνω σμπάρο, πυροβολώ 2. σπάζω, θρυμματίζω 3. (για πυροβόλο) εκπυρσοκροτώ 4. σχίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarrare «κλείνω, φράζω, συσφίγγω»] … Dictionary of Greek
στημορραγώ — έω, Α (αμτβ.) σχίζομαι σε κομμάτια, γίνομαι κουρέλι («λακίδες ἀμφὶ σώματι στημορραγοῡσι... ἐσθημάτων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στήμων, ονος (η μορφή στημο του πρώτου συνθετικού κατά τα θεματικά ουσ.) + ρραγῶ (< ρραγής < θ. ραγ τού ῥήγνυμι) … Dictionary of Greek
συγχαράσσω — Α παθ. συγχαράσσομαι α) σχίζομαι συγχρόνως β) σημειώνομαι («συγκεχάρακται στιγμαῑς», Φιλούμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαράσσω «σχίζω, σχεδιάζω»] … Dictionary of Greek