Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σχίζη

См. также в других словарях:

  • σχίζη — σχίζα piece of wood cut off fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίζῃ — σχίζα piece of wood cut off fem dat sg (attic epic ionic) σχίζα piece of wood cut off fem dat sg (attic epic ionic) σχίζω split pres subj mp 2nd sg σχίζω split pres ind mp 2nd sg σχίζω split pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχίζα — Μικρό νησί στο νότιο Ιόνιο Πέλαγος, που ανήκει στη μικρή νησιώτικη συστάδα των Οινουσών. Λέγεται και Σκίζα. Έχει έκταση 12,3 τ.χλμ. και μέσο υψόμετρο 10. Κατοικείται περιστασιακά από γεωργούς, κτηνοτρόφους και ψαράδες. Η Σ. υπάγεται στην… …   Dictionary of Greek

  • κείω — (I) κείω και, στον Όμ. μια φορά, κέω (Α) 1. θέλω να κοιμηθώ («ἔνθ ἴομεν κείοντες ἐπεὶ νύ τοι εὔαδεν εὐνή», Ομ. Ιλ.) 2. πλαγιάζω, κοιμάμαι («ὄρσο κέων, ὦ ξεῑνε πεποίηται δέ τοι εὐνή» πήγαινε να πλαγιάσεις, ξένε σού έχουμε ετοιμάσει κρεβάτι, Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»