-
1 σχεσις
- εως ἥ1) манера держатьсяτί διαφέρει σ. ἕξεως ; Luc. — чем отличаются манеры от навыков?
2) позиция, фигура (sc. τῆς ὀρχήσεως Plut.)3) состояние, (тело)сложение(ἀθλητική Diog.L.)
4) характер, форма, манераἡ τῶν ὅπλων σ. Aesch., Plat. — характер (виды) оружия;
βίου σ. Dem. — образ жизни5) отношениеτὸ δεξιὸν κατὰ τέν πρὸς τὸ ἕτερον σχέσιν νοεῖται Diog.L. — правое мыслится лишь по отношению к чему-л. другому
6) сношения, связь(ἀνδρὸς πρὸς γυναῖκα Arst.)
7) задержка, остановка Plat., Arst. -
2 αποσχεσις
-
3 επισχεσις
- εως ἥ1) задерживание, задержка, прекращение(γενέσεως Plat.; πνεύματος Arst.; πολέμου Plut.)
2) остановка, пребывание(ἐν τῇ Οἰνόῃ Thuc.)
3) сдержанность или воздержание(τῶν ἀδικημάτων Plut.)
οὔτις ἐ. ἀλλοτρίων χαρίσασθαι погов. Hom. — чужое добро раздается щедро -
4 κατασχεσις
-
5 μετασχεσις
-
6 υποσχεσις
- εως ἥ1) обещание, обязательство Hom., Her., Isocr., Plat.ἡ ὑ. ἀπέβη Thuc. — обещание было выполнено;
ἀπολάβοιμι παρὰ Καλλίου τέν ὑπόσχεσιν Xen. — я бы хотел, чтобы Каллий сдержал свое слово2) род занятий, профессия -
7 სქესი
გუარი, რაჲსა მიმართობა, ღონისძიება ანუ სხუაობა, сходство, соотношение, σχέσις.— ღრამმატიკულად სქესი ზმნათა, რომელია საზღურებითი, ბრძანებითი და სხ., наклонение глаголов.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > სქესი
См. также в других словарях:
σχέσις — σχέσῑς , σχέσις state fem acc pl (epic doric ionic aeolic) σχέσις state fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέσει — σχέσις state fem nom/voc/acc dual (attic epic) σχέσεϊ , σχέσις state fem dat sg (epic) σχέσις state fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέσεις — σχέσις state fem nom/voc pl (attic epic) σχέσις state fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεσίων — σχέσις state fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέσεσι — σχέσις state fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέσεσιν — σχέσις state fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέσιες — σχέσις state fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέσιν — σχέσις state fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέσιος — σχέσις state fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχέση — η / σχέσις, εως, ΝΜΑ 1. η συνάφεια που υπάρχει μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, αναλογία, σύνδεση, αναφορά, αλληλεξάρτηση (α. «σχέση αιτίου και αιτιατού» β. «η ψυχική του διάθεση έχει στενή σχέση με τις καιρικές συνθήκες» γ. «τὸ γεῡν δεξιὸν… … Dictionary of Greek
ИОАНН (ЗИЗИУЛАС) — Иоанн (Зизиулас [греч. ᾿Ιωάννης Ζηζιούλας] (род. 10.01.1931, с. Катафийон, близ г. Козани, Греция), митр. Пергамский (с 1986), богослов. Жизнь Иоанн (Зизиулас), митр. Пергамский, на конференции «Святитель Василий Великий отец и учитель Церкви» в… … Православная энциклопедия