-
1 σφαγή
σφαγή, ἡ, 1) das Schlachten, Opfern, Morden, der Opfertod, Mord; ἕστηκεν ἤδη μῆλα πρὸς σφαγάς, Aesch. Ag. 1027; Eum. 178; δίϑηκτον ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος, Prom. 865; Soph. El. 37 Trach. 570 u. oft, wie Eur., z. B. αὐτόχειρι σφαγῇ λείψειν βίον, Or. 945; auch plur., σφαγαῖς ἐκπνεῦσαι βίον, Hel. 141, u. oft, wie in Prosa: Thuc. 4, 48; Plat. Rep. III, 391 b u. oft; Isocr. 4, 114 u. sonst; σφαγὰς ποιεῖν, Dem. 19, 260 u. Sp.; auch das Mord-, Opferblut, ἐκφυσιῶν ὀξεῖαν αἵματος σφαγήν, Aesch. Ag. 1362. – 2) die Kehle, eigtl. der Raum zwischen den Schlüsselbeinen, wo man die Opferthiere zu schlachten pflegte, κοινὸν μέρος αὐχένος καὶ στήϑους, Arist. H. A. 1, 14; vgl. Jac. Ach. Tat. 661; auch von Menschen, vgl. Poll. 2, 133. 165; so Thuc. 4, 48; wie man auch Aesch. Prom. 865 nehmen kann, δίϑηκτον ἐν σφαγαῖσι βάψασα ξίφος; vgl. Eur. El. 1228.
-
2 σφαγή
-
3 κατα-σφαγή
κατα-σφαγή, ἡ, das Abschlachten, Tödten, Sp.
-
4 δια-σφαγή
δια-σφαγή, ἡ, = διασφάξ, Sp.
-
5 ταύρειος
-
6 κατα-κλείς
κατα-κλείς, εῖδος, ἡ, 1) eine Art Schloß an den Thüren, καὶ τῆς κατακλεῖδος ἐπιμελοῦ καὶ τοῦ μοχλοῦ Ar. Vesp. 154; auch im plur., Poll. 10, 22. – Später auch an Kleidungsstücken, = κληΐς, Schol. Od. 18, 292. – 21 die Verbindung des Schlüsselbeines mit der Brust; Poll. 2, 133; Hdn. 4, 13, 12; Hesych. erkl. σφαγή, Kehle, durch ὁ κατὰ τὴν κατακλεῖδα τόπος. – 3) Klausel, in der Metrik, Schol. Ar. Ach. 659. – Uebh. der Schluß, Cic. Attic. 2, 3. 9, 18.
-
7 λαιμό-ρυτος
λαιμό-ρυτος, σφαγή, aus der Kehle strömend, Eur. Hel. 360.
-
8 ἐφ-ίστημι
ἐφ-ίστημι (s. ἵστημι), – 1) act., – a) darauf-, darübersetzen, -stellen; πύργοις νιν ἐπέστησ' αὖϑις Eur. Phoen. 1177; ξύλινον τεῖχος τῷ ἑαυτῶν τείχει Thuc. 2, 75; χελώνην ἐπὶ τῇ φρεατίᾳ Xen. Hell. 3, 1, 7; πύργους καὶ πύλας ἐπὶ τῶν γεφυρῶι Plat. Critia. 116 a. Bes. Einen als Wächter, Aufseher, Vorsteher über Etwas setzen, τὸν πάντ' ὁρῶντα φύλακ' ἐπέστησεν βοΐ Aesch. Suppl. 299; μάντις μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει Ag. 1175; φύλακάς τινι ἐπιστήσει Plat. Legg. I, 632 c; δεσπότας καὶ ἄρχοντας Lys. 208 d; στρατηγὸν στρατοπέδῳ Alc. I, 122 b; λοχαγόν Xen. An. 3, 4, 21; τοῖς παισὶ διδασκάλους Aesch. 1, 187; Sp., die auch ἐφ' ὧν ἐπέστησε τὸν ἀδελφόν verbinden, Pol. 2, 65, 9, wie Xen. Lac. 2, 1 ἐπ' αὐτοῖς παιδαγωγούς. – Es tritt auch ein inf. dazu, den Zweck anzudeuten, ἐπέστησαν τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν ἐπιμελεῖσϑαι τῆς εὐκοσμίας, sie setzten den Rath ein, für den Anstand Sorge zu tragen, Isocr. 7, 37; κύνα ἐπὶ ποίμνην – φυλάττειν Dem. 26, 22; vgl. Arist. pol. 3, 16. – Andere Vrbdgn sind τῷ βίῳ μοῖραν πρέπουσαν, Plat. Rep. VI, 498 c, wie ἀνάγκην τινί, die Nothwendigkeit auferlegen, D. Hal. 1, 16, womit man vgl. λοιμικήν τινα πολέμου διάϑεσιν πᾶσι Γαλάταις Pol. 2, 20, 7; κατάπληξίν τινι, D. Sic. 14, 62, Bestürzung verursachen; φόβον, Strab. 4, 6, 3. – b) daneben, da beistellen; ἐπιστήσαντες κύκλῳ τὸ σῆμα ἱππέας, Reiter am Grabmal im Kreise aufstellen, Her. 4, 72; ὅρους ἐπιστῆσαι χιλίων δραχμῶν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Dem. 41, 6 (vgl. ὅρος); ἐπὶ δὲ τούτοις ἐπέστησαν τὰς ἱππηγούς Pol. 1, 26, 14; ἡ τύχη ἐπιστήσασα Ῥωμαίους, herbeiführen, 2, 20, 7. – Bes. übertr., τὴν γνώμην, den Geist, die Ueberlegung auf Etwas richten, es in Betracht ziehen, Isocr. 9, 69; τὸν νοῦν, D. Sic. 12, 1; u. ohne den Zusatz, Arist. Eth. 6, 12, 8 Polit. 7, 16 u. öfter; auch ἐπιστῆσαι τὰς ὄψεις ἐπὶ τὰ σχήματα Pol. 10, 47, 8; ἐπιστῆσαι τῷ πολέμῳ, ἐπὶ τὸν πόλεμον, 1, 14, 1. 65, 5 u. öfter; ἐπιμελέστερον ἐπιστῆσαι περί τινος, 6, 26, 12. – Aber auch τινά, Einen aufmerksam, stutzig machen, Plut. öfter, z. B. Tib. Gracch. 17; ἐπί τι, Pol. 4, 34, 9; ἐπὶ τί ἂν μᾶλλον ὁ συγγραφεὺς ἐπιστήσαι τοὺς ἀκούοντας 2, 61, 11. – c) fest stellen; ἀγῶνα, Kampfspiele einsetzen, Her. 1, 67; τινί, zu Jemandes Ehren, 6, 38; στράτευμα, das Heer Halt machen lassen, Xen. Cyr. 4, 2, 18 An. 2, 4, 25; τὴν πορείαν, den Marsch einstellen, Plut. Cim. 1; τὴν βεβουλευμένην ὁδόν D. Sic. 17, 112; τὴν δύναμιν, τὴν ὁρμήν, Pol. 8, 31, 3. 16, 34, 2 u. öfter; absolut, ἐπιστήσας, sc. τὸν ἵππον, anhaltend, Xen. An. 1, 8, 15. Auch τὴν διήγησιν, abbrechen, Pol. 7, 12, 1; D. Hal.; mit u. ohne γνώμην = seine Meinung zurückhalten, Anstand nehmen, zögern, App. Mithrid. 15 u. a. Sp., περί τινος, in Zweifel über Etwas sein. – 21 med. nebst perf., plusqpf. u. aor. II act. – a) sich darüber, darauf stellen, darauftreten, 609; ἐπέστη βηλῷ ἐπὶ λιϑέῳ, er trat auf die Schwelle, 23, 201; πετρίνοις ἐπιστὰς βάϑροις Eur. El. 706; Xen. Equ. 4, 3; ἐπεὶ δ' ἐπὶ τὰς τελευταίας σχεδίας ἐπέστησαν Pol. 3, 46, 8; übh. sich auf der Oberfläche, auf Etwas befinden, Hippocr.; τὸ ἐπιστάμενον τοῦ γάλακτος, was oben auf der Milch schwimmt, Her. 4, 2. – Auch = simplex, οὗ νῦν ἀνδριὰς αὐτοῦ ἐφέστηκε ξιφήρης Plut. Cat. min. 72. – Uebertr., als Wächter, Aufseher, Befehlshaber worüber gesetzt sein, einer Sache vorstehen, ἄνδρα δημότην μηδὲν δικαιοῦν τῶν ἐφεστώτων κλύειν Soph. Ai. 1072; προβατίοις ἐφεστάναι Ar. Vesp. 955; αἱ ἐπὶ τούτων ἐφεστηκυῖαι ἀρχαί Plat. Rep. V, 460 b; ἐπειδάν τις ὑμῖν μὴ ἐφεστήκῃ Conv. 174 b; πειϑαρχεῖν τοῖς ἐφεστηκόσι Xen. Mem. 3, 5, 19, wie οἱ ἐπεστεῶτες Her. 2, 148. 7, 117; οἱ ἐπὶ τῆς πολιτείας ἐφεστηκότες Dem. 19, 298; Sp.; – c. gen., ὅ σοι ϑεοῦ χρημάτων ἐφέστασαν Eur. Andr. 1099; – μόχϑοι ἐφεστῶτες, auferlegt, Soph. Tr. 1160. – b) daneben, dabei stehen, herzutreten; πυκνοὶ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν, dicht an einander, Il. 13, 133; im feindlichen Sinne, 15, 703, vgl. 5, 624; ἐφεσταότες παρὰ τάφρῳ 12, 199; ϑύρῃσιν ἐφέστατο 11, 644; Od. 1, 120; παννυχίη γάρ μοι Πατροκλῆος ψυχὴ ἐφεστήκει Il. 23, 106; bevorstehen, νῦν δ' ἔμπης γὰρ κῆρες ἐφεστᾶσιν ϑανάτοιο 12, 326; οὐ μὴν ἀκόμπα στός γ' ἐφίσταται πύλαις Aesch. Spt. 520, mit Prahlen naht er den Thoren feindlich; τὼ δ' ἐφέστατον πέλας Soph. El. 1392; οἷοι νῦν ἐφεστᾶσι σκοποί Ai. 925; τίνες ἐφεστᾶσι δόμοις Eur. Phoen. 284; ἧς ἐφέστηκας πύλας Suppl. 1009; in Prosa, ἐπεὶ ἐπὶ τῇ πόλι ἐπέστησαν, zu der Stadt gekommen waren, Her. 4, 203; οἱ ἐπεστεῶτες, die Dabeistehenden, 1, 59. 4, 84; ἐπέστησαν τοῖς βουλευταῖς Thuc. 8, 69; ὁ ἀντίδικος ἐφέστηκε, steht dabei, Plat. Theaet. 172 e; ἐπὶ τοῖς τοῦ ἀγαϑοῦ προϑύροις ἐφεστάναι Phil. 64 c; c. acc., ἐπιστῆναι ἐπὶ τὰς ϑύρας, hinzutreten, Conv. 212 d; vgl. noch πρὶν ἂν τέλος ἐπιστήσηται καλόν Legg. VII, 802 a; εἰς τοὺς ὄχλους, unter die Menge treten, Isocr. 18, 9; Δημοσϑένης ἐπέστη τῶν ἄλλων κατήγορος, trat als Ankläger auf, Aesch. 3, 79; mit der Nebenbedeutung des Plötzlichen, wie ἐξαίφνης ἐπιστὰς τοῖς γιγνομένοις Isocr. 8, 41; ἐφίσταται αὐτοῖς Ἥφαιστος, überrascht sie, Luc. D. D. 17, 1; so bes. von Erscheinungen der Götter, der Träume u. ä., πρίν μοι τύχη τοιάδ' ἐπέστη, ehe mich ein solches Geschick traf, Soph. O. R. 777; εὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Her. 1, 34, oft; ὡς ἂν ἕκασται αἱ μεταβολαὶ τῶν ξυντυχιῶν ἐφιστῶνται Thuc. 3, 82. – c) an Etwasgehen, an eine Arbeit, aufmerksam sein auf Etwas; σφαγῇ Eur. Andr. 548; ἐπὶ ταῦτα ἐπέστην Dem. 18, 60; bei Isocr. 10, 29 ist ἐπιστὰς ἐπὶ τὰ Θησέως ἔργα καὶ λέγειν ἀρξάμενος περὶ αὐτῶν verbunden; ἐπὶ τὸν τόπον, an den Punkt gekommen sein, Pol. 4, 40, 1; τοῖς καιροῖς 3, 118, 11. – d) stehen bleiben; κἀγὼ ἐπιστὰς περιέμεινα, ich blieb stehen u. wartete, Plat. Conv. 172 a; ἐφιστάμενος Xen. An. 2, 4, 26, Halt machend; Pol. 1, 46, 11; μικρὸν ἐπιστὰς ἀποϑνήσκει, kurz darauf stirbt er, Luc.; – auch τοῦ πλοῦ, in der Fahrt innehalten, Thuc. 2, 91.
-
9 ἐγ-κατα-λείπω
ἐγ-κατα-λείπω, darin zurücklassen; παῖδα Hes. O. 376; ἐν τῇ νήσῳ φρουράν Thuc. 3, 51, u. öfter; μάχαιραν τῇ σφαγῇ Antiph. 5, 69; ἔν τινι, Isocr. 3, 41; υἱὸν ἐν οἴκῳ Is. 10. 11; τὸ κέντρον ὥσπερ μέλιττα Plat. Phaed. 91 c, wie τὸ κέκτρον τοῖς ἀκούουσιν Luc. Nigr. 7; vgl. Eupol. bei Schol. Ar. Ach. 529; – im Stiche lassen, καὶ μὴ βοηϑῆσαι Plat. Conv. 179 a; Lycurg. 3, 13; oft = als Verräther, Aesch. 3, 170. 232 u. andere Redner; Arist. rhet. 2, 4. – Pass., bei Etwas zurückbleiben, bes. im Wettlauf; Her. 8, 59; Hippocr. u. Sp.
-
10 κατασφαγή
κατα-σφαγή, ἡ, das Abschlachten, Töten -
11 λαιμόρυτος
λαιμό-ρυτος, σφαγή, aus der Kehle strömend
См. также в других словарях:
σφαγή — slaughter fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγή — η, ΝΜΑ, και σφαή Ν [σφάζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφάζω, σφάξιμο 2. συνεκδ. το μέρος τού τραχήλου τών ζώων στο οποίο μπήγουν οι σφαγείς το μαχαίρι νεοελλ. 1. ανατ. κοίλωμα πάνω από την λαβή τού στέρνου μεταξύ τών δύο στερνοκλειδικών… … Dictionary of Greek
σφαγή — η 1. κόψιμο του λαιμού, σφάξιμο. 2. αιματοχυσία, ομαδικοί φόνοι: Η σφαγή του άμαχου πληθυσμού προκάλεσε την αγανάκτηση όλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαγῇ — σφάζω slay aor subj pass 3rd sg σφαγῆι , σφαγεύς slayer masc dat sg (epic ionic) σφαγή slaughter fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφαγή των νηπίων — Έκφραση με την οποία η χριστιανική θρησκεία προσδιορίζει τη σφαγή μικρών παιδιών που πραγματοποιήθηκε στη Βηθλεέμ και στις γύρω περιοχές, σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, έπειτα από διαταγή του Ηρώδη, με την ελπίδα ότι μεταξύ αυτών θα είναι και ο… … Dictionary of Greek
σφαγῆ — σφαγεύς slayer masc nom/voc/acc dual σφαγεύς slayer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγῆι — σφαγῇ , σφάζω slay aor subj pass 3rd sg σφαγεύς slayer masc dat sg (epic ionic) σφαγῇ , σφαγή slaughter fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγαῖς — σφαγή slaughter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγαῖσι — σφαγή slaughter fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγαῖσιν — σφαγή slaughter fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαγαί — σφαγή slaughter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)