-
1 σφωΐτερος
σφωΐτερος, possess. Adj. 1) der zweiten Person im, dual., σφῶϊ, euer beider, euch beiden eigen, Il. 1, 216. – 2) der dritten Person, im dual., ihrer beider, ihnen beiden eigen, Antimach. bei Apoll. D. de pron. 373. – 3) = σφέτερος, Ap. Rh., sowohl in gerader Form als reflexiv, sein, 1, 643. 3, 600; auch für die 2. Pers. sing., dein, 3, 395; vgl. Theocr. 22, 67.
-
2 σφωΐτερος
См. также в других словарях:
σφωίτερος — of you two masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωΐτερος — (I) τέρα, ον, Α 1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφῶϊ, αντων. β προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.) 2. (και για το β εν. πρόσ.) ο δικός σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. τερος (πρβλ. ἡμέ… … Dictionary of Greek
σφωιτέρω — σφωίτερος of you two masc/neut nom/voc/acc dual σφωίτερος of you two masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιτέρων — σφωίτερος of you two fem gen pl σφωίτερος of you two masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωίτερον — σφωίτερος of you two masc acc sg σφωίτερος of you two neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιτέραιν — σφωίτερος of you two fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιτέραις — σφωίτερος of you two fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιτέρην — σφωίτερος of you two fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιτέρης — σφωίτερος of you two fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιτέροιν — σφωίτερος of you two masc/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφωιτέροιο — σφωίτερος of you two masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)