-
1 σφυρού
σφυρόνankle: neut gen sgσφυρόομαιto have buskins on: pres imperat mp 2nd sgσφυρόομαιto have buskins on: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
2 σφυροῦ
σφυρόνankle: neut gen sgσφυρόομαιto have buskins on: pres imperat mp 2nd sgσφυρόομαιto have buskins on: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
σφυροῦ — σφυρόν ankle neut gen sg σφυρόομαι to have buskins on pres imperat mp 2nd sg σφυρόομαι to have buskins on imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαισοποδία — η δυσμορφία του άκρου ποδιού που χαρακτηρίζεται από πτώση του έσω χείλους του, μετατόπιση της ποδικής καμάρας και προεξοχή του έσω σφυρού … Dictionary of Greek
ταρσιαίος — α, ο, Ν 1. ανατ. ταρσαίος 2. φρ. α) «ταρσιαίος σωλήνας» (ανατ. ιατρ.) ο πόρος που σχηματίζεται μεταξύ καθεκτικού συνδέσμου τών καμπτήρων μυών τού άκρου ποδιού και τού έσω σφυρού και από τον οποίο διέρχεται και το έσω πελματιαίο νεύρο β) «σύνδρομο … Dictionary of Greek