-
1 σφυροκοπώ
σφυροκοπέωbeat with a hammer: pres subj act 1st sg (attic epic doric)σφυροκοπέωbeat with a hammer: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 σφυροκοπῶ
σφυροκοπέωbeat with a hammer: pres subj act 1st sg (attic epic doric)σφυροκοπέωbeat with a hammer: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 σφυροκοπώ
hammerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σφυροκοπώ
См. также в других словарях:
σφυροκοπώ — σφυροκοπῶ, έω, ΝΑ [σφυροκόπος] χτυπώ με τη σφύρα, σφυρηλατώ νεοελλ. μτφ. καταφέρω συνεχή και βίαια πλήγματα εναντίον τού αντιπάλου («τα εχθρικά αεροπλάνα σφυροκοπούν τις θέσεις μας από το πρωί») … Dictionary of Greek
σφυροκοπώ — σφυροκοπάω / σφυροκοπώ (παρατατ. συνήθως ούσα), σφυροκόπησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σφυροκοπώ — σφυροκόπησα, σφυροκοπήθηκα 1. χτυπώ με το σφυρί, σφυρηλατώ. 2. πλήττω κάτι με κάποιο μέσο: Το πυροβολικό σφυροκοπούσε όλη μέρα τις θέσεις των εχθρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφυροκοπῶ — σφυροκοπέω beat with a hammer pres subj act 1st sg (attic epic doric) σφυροκοπέω beat with a hammer pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβαρδίζω — 1. εκτοξεύω βόμβες από αεροπλάνο ή ρίχνω οβίδες με πυροβόλο 2. σφυροκοπώ κάτι με βόμβες 3. σφυροκοπώ συνεχώς κάποιον προφορικώς ή γραπτώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombardare + (κατάλ.) ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του… … Dictionary of Greek
σφυροκόπημα — το, Ν 1. η ενέργεια τού σφυροκοπώ, κατεργασία μετάλλου με τη σφύρα, σφυρηλασία 2. μτφ. καταφορά συνεχών πληγμάτων εναντίον αντιπάλου («το σφυροκόπημα τού πυροβολικού συνεχίστηκε από τα χαράματα ώς το μεσημέρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυροκοπώ. Η λ.,… … Dictionary of Greek
-κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
κεφαλώνω — [κεφαλή] 1. εγκαθίσταμαι σε κάποια χώρα ως κυρίαρχος, γίνομαι αφέντης 2. αποκτώ περιουσία με την οποία μπορώ ν αρχίσω δική μου εργασία, ευπορώ 3. σφυροκοπώ την αιχμηρή άκρη καρφιού για να τό πλατύνω και να σχηματίσω κεφαλή … Dictionary of Greek
κροτώ — (AM κροτῶ, έω, Α και κορτώ) 1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ ίπποι κείν ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.) νεοελλ. 1. εκπυρσοκροτώ 2. (το αρσ. μτχ. ενεστ.… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek