-
1 σφρῑγ-ώδης
σφρῑγ-ώδης, ες, von Fülle, Kraft, Gesundheit, Begierde strotzend, Sp.
-
2 σφριγανός
A plump, fresh, Hp. ap. Tim.Lex.; σφριγανωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς v.l. in Theoc.11.21; = ἰσχυρὸς καὶ στερεός, Sch.A.R. 3.1258; puffy,ὁ ὠχρὸς σ. ἐστι ταῖς σαρξὶ καὶ περίκομος Poll.4.137
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφριγανός
-
3 σφριγάω
σφρῐγ-άω [v. fin.],A to be full to bursting, to be plump, esp. of a woman's breasts, Hp.Mul.1.71; οὔθατα ς. Poll.1.250: then,2 generally, of young persons, high-fed horses, etc., to be fresh, vigorous, in full health and strength,νέῳ τε καὶ σφριγῶντι σώματι E.Andr. 196
;εὐσωματεῖ καὶ σφριγᾷ Ar.Nu. 799
;σφριγᾷ τὸ σῶμά σου Id.Lys.80
;τὰ σώματα σφριγῶντες Pl.Lg. 840b
;ἥβῃ σφριγῶντες Achae.4
; οἱ μύες (muscles)σφριγῶντες, ὡς ἂν εἴποι τις Archig.
ap. Gal. 8.91; of animals,σφριγῶσα ἡμίονος Eust.1322.34
;βόες τὸν αὐχένα σφριγῶντες Hld.3.1
; of trees, δένδρα σφριγῶντα νέοις κλωσίν luxuriant, Luc.Am.12;βότρυες σφριγῶντες D.Chr.7.75
; εὐδίᾳ καὶ γαλήνῃ ς. Ph.1.14.3 metaph., full-blooded, swollen with passion or pride,σφριγῶντα θυμόν A.Pr. 382
; .4 swell with desire, be at heat, Opp.C.3.368;τῶν σφριγώντων ἐν λόγοις Com.Adesp. 276
: c. inf., Ael.NA14.5. Chiefly used in the [tense] pres. part. [In Opp. l.c., for σφρῑγᾷ Lobeck conjectured σφρῐγάᾳ.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφριγάω
-
4 σφρίγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφρίγος
-
5 σφριγώδης
σφρῐγ-ώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφριγώδης
-
6 σφρῑγώδης
σφρῑγ-ώδης, ες, von Fülle, Kraft, Gesundheit, Begierde strotzend
См. также в других словарях:
μιμηλός — μιμηλός, ή, όν (Α) 1. επιτήδειος στο να μιμείται, μιμητικός 2. αυτός που έχει ζωγραφιστεί κατ απομίμηση. επίρρ... μιμηλῶς (Μ) μιμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος ή μιμοῦμαι + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, σφριγ ηλός)] … Dictionary of Greek
μοσχανός — μοσχανός, ή, όν (Α) φρ. (κατά τον Ησύχ.) «μοσχανός σῑτος ὁ ἀπαρχόμενος καὶ χόρτος ὁ ἤδη καρπὸν ἔχων». [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) «νεαρός, βλαστός» + κατάλ. ανός (πρβλ. λιτ ανός, σφριγ ανός)] … Dictionary of Greek
μωμηλός — μωμηλός, ή, όν (Α) άξιος μώμου, μεμπτός, αξιόμεμπτος, ψεκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + επίθημα ηλός (πρβλ. σιωπ ηλός, σφριγ ηλός)] … Dictionary of Greek
ορφανός — και αρφανός, ή, ό (ΑΜ ὀρφανός, ή, όν) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που στερήθηκε τον έναν ή και τους δύο γονείς του λόγω θανάτου 2. αυτός που έχασε πολύτιμο προστάτη ή φίλο 3. (γενικά) αυτός που στερείται κάποιου προσώπου ή έχει έλλειψη ενός… … Dictionary of Greek
ριγηλός — ή, ό / ῥιγηλός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. αυτός που ριγεί, που τρέμει από το κρύο, ο τρεμουλιάρης μσν. αρχ. αυτός που προκαλεί ρίγος, φρίκη («ῥιγηλὸν ὄνειδος», Ανθ. Παλ.). επίρρ... ῥιγηλῶς Α με ρίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + κατάλ. ηλός (πρβλ. σφριγ… … Dictionary of Greek
σιγαλός — και σιγηλός, ή, ό / σιγαλός και σιγηλός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που τηρεί σιγή, σιωπηλός 2. αυτός που δεν λέει πολλά, λιγομίλητος 3. αυτός που γίνεται χωρίς να προκαλεί θόρυβο, αθόρυβος, ήσυχος, σιγανός νεοελλ. 1. αυτός που κινείται με αργό ρυθμό,… … Dictionary of Greek
υπνηλός — ή, όν, ΜΑ 1. νυσταλέος, νυσταγμένος 2. μτφ. αδιάφορος («τί τὸ ὄφελος βίου εἶναι ἀλήπτου, νωθρὸν ὄντα καὶ ὑπνηλόν;», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. όμοιος με ύπνο («ὑπνηλὸς ὁ θάνατος ἐντρέχει», Φιλόστρ.) 2. υπνωτικός. επίρρ... ὑπνηλῶς Μ νυσταλέα,… … Dictionary of Greek
υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… … Dictionary of Greek