-
1 σφρᾱγιστικός
σφρᾱγιστικός, zum Siegeln gehörig, dienlich, Gloss.
-
2 σφρᾱγιστικός
σφρᾱγιστικός, zum Siegeln gehörig, dienlich
См. также в других словарях:
σφραγιστικός — ή, ό / σφραγιστικός, ή, όν, ΝΑ [σφραγίζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφράγιση («σφραγιστικός κηρός» το βουλλοκέρι) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η σφραγιστική α) η σφραγιδογραφία β) κλάδος τής ιστορικής επιστήμης … Dictionary of Greek
σφραγιστικός — ή, ό αυτός που χρησιμοποιείται για σφράγισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)