-
1 σφριγώ
σφριγάωto be full to bursting: pres imperat mp 2nd sgσφριγάωto be full to bursting: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)σφριγάωto be full to bursting: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)σφριγάωto be full to bursting: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)σφριγάωto be full to bursting: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)σφριγάωto be full to bursting: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
2 σφριγῶ
σφριγάωto be full to bursting: pres imperat mp 2nd sgσφριγάωto be full to bursting: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)σφριγάωto be full to bursting: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)σφριγάωto be full to bursting: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)σφριγάωto be full to bursting: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)σφριγάωto be full to bursting: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) -
3 σφριγώ
(α) αμετ. быть полным жизни, бодрости, кипеть энергией; быть пылким, страстным;σφριγώσα νεότης — цветущая, кипучая молодость
-
4 σφριγώ
[сфриго] р. быть полным сил.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σφριγώ
-
5 σφριγώ
[сфриго] ρ быть полным сил. -
6 взбодрить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взбодренный, βρ: -рен, -рена, -реноζωογονώ, ζωηρεύω, δίνω ζωντάνια•взбодрить веселыми словами ζωηρεύω με ευθυμόλογα.
ζωογονούμαι, ζωηρεύω• σφριγώ.
См. также в других словарях:
σφριγώ — σφριγῶ, άω, ΝΜΑ είμαι γεμάτος σφρίγος, σφίζω από υγεία και σωματική δύναμη, είμαι σφριγηλός, ακμαίος, ρωμαλέος, ζωηρός μσν. αρχ. μτφ. (για λόγια αλλά και για δραστηριότητες) είμαι σφοδρός (α. «σφριγᾷ ὁ πόλεμος» μαίνεται ο πόλεμος, Θεοφύλ. β.… … Dictionary of Greek
σφρίγω — Μ σφριγώ, ακμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ. σφριγῶ*] … Dictionary of Greek
σφριγῶ — σφριγάω to be full to bursting pres imperat mp 2nd sg σφριγάω to be full to bursting pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σφριγάω to be full to bursting pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σφριγάω to be full to bursting pres subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερισφάραγος — ἐρισφάραγος, ον (Α) (για τον Ποσειδώνα και τον Δία) αυτός που ηχεί δυνατά, ο μεγαλόφωνος («Ζηνὸς ἐρισφαράγου», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + σφάραργος (< σφαραγούμαι «σφριγώ») (πρβλ. ερισπάραγος)] … Dictionary of Greek
λιγυσφάραγος — λιγυσφάραγος, ον (Α) αυτός που ηχεί διαπεραστικά («λιγυσφαράγων... φορμίγγων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + σφάραγος (< σφαραγοῦμαι «σφριγώ»), πρβλ. ερι σφάραγος] … Dictionary of Greek
περισφαραγώ — έω, Α στενοχωρούμαι πάρα πολύ, είμαι έτοιμος να ξεσπάσω σε κλάματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφαραγοῦμαι «σφριγώ, είμαι υπερβολικά πλήρης»] … Dictionary of Greek
περισφριγώ — άω, Α είμαι ολόγυρα ή καθ υπερβολήν γεμάτος από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφριγῶ «είμαι γεμάτος σφρίγος, ακμάζω»] … Dictionary of Greek
σφρίγος — το / σφρίγος ΝΜΑ, και σφρῑγος και ασυναίρ. τ. γεν. εος Α ακμή σωματικής δύναμης, ευρωστία, ζωηρότητα (α. «γεμάτος νεανικό σφρίγος» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. σφριγῶ] … Dictionary of Greek
σφριαί — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀπειλαί, ὀργαί». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σφρίγος, σφριγῶ με υστερογενή σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ ] … Dictionary of Greek
σφριγανός — ή, όν, Α 1. αυτός που βρίσκεται σε ακμή, σφριγηλός 2. ογκώδης, φουσκωμένος 3. (κατά τα Σχόλ. Απολλ. Ροδ.) «ἰσχυρός, στερεός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφριγῶ + επίθημα ανός (πρβλ. τραγ ανός)] … Dictionary of Greek
υπερσφριγώ — άω, Α αισθάνομαι σφοδρότατη επιθυμία για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σφριγῶ «επιθυμώ έντονα»] … Dictionary of Greek