-
1 σφρηγίς
-
2 σφρᾱγίς
σφρᾱγίς, ῖδος, ἡ, ion. σφρηγίς, 1) das Siegel, mit dem man Etwas verschließt, bezeichnet; Soph. Trach. 612; σφραγῖδα φύλασσε, Eur. I. A. 155; σφραγῖδα ἐπιβάλλειν τινί, Ar. Av. 560; οἱ σφραγῖδας ἔχοντες, Eccl. 632; Her. 3, 41; das mit dem Siegel abgedruckte Bild, der Siegelabdruck, auch das in den Stein gegrabene Siegelzeichen, 7, 69; σφραγῖδα ἐπιβάλλεσϑαι, Pol. 24, 4, 10; Plat. Theaet. 192 a Polit. 289 b; daher Petschaft, Siegelring, δακ τύλιον καὶ ἄλλην σφραγῖδα, σὸν ἔργον, Hipp. mai. 368 c; übh. jeder Ring mit einem Steine, auch wenn dieser nicht geschnitten ist, auch geschnittener Stein, κιϑάρα σφραγῖσι καὶ λίϑοις κατακεκοσμημένη, Luc. adv. ind. 8. – 2) das Besiegelte, mit einem Siegel Bezeichnete, die Marke, vgl. Ar. Av. 1209; – runder Fleck, Opp. Cyn. 2, 299. – Eratosthenes nannte so die Abtheilungen der Erdoberfläche, s. Strab. 2, 1, 22 p. 78. – [Erst sp. D. haben ι in den dreisylbigen Casus kurz gebraucht, Jac. A. P. p. 431.
-
3 τυπωτής
τυπωτής, ὁ, fem. τυπῶτις, ἡ, formend, bildend, eine Form ausdrückend; σφρηγὶς τυπῶτις, ein Siegelring, Orph. H. 34, 26.
-
4 τυπωτής
τυπωτής, ὁ, formend, bildend, eine Form ausdrückend; σφρηγὶς τυπῶτις, ein Siegelring
См. также в других словарях:
σφρηγίς — ίδος, ἡ, Α βλ. σφραγίδα … Dictionary of Greek
σφρηγίς — σφρηγί̱ς , σφραγίς seal fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρισφρήγιστος — ον, Α ιων. τ. σφραγισμένος με φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σφρήγιστος, ιων. τ. αντί σφράγιστος (< σφραγιστός < σφραγίζω < σφρᾱγίς / σφρηγίς)] … Dictionary of Greek
σφηρός — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τοῡ ἱματίου σημεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί σφρηγίς / σφραγίς] … Dictionary of Greek
σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… … Dictionary of Greek
σφραγίς — και ιων. τ. σφρηγίς, ίδος, ἡ, Α βλ. σφραγίδα … Dictionary of Greek
τυπωτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. τυπώτρια Ν, θηλ. τυπῶτις, ώτιδος, Α [τυπῶ] νεοελλ. 1. κατασκευαστής μητρών, καλουπιών 2. τεχνίτης ειδικευμένος στην εκτύπωση αρχ. 1. αυτός που προσδίδει μορφή σε κάτι, που τό σχηματίζει, τό διαμορφώνει 2. το θηλ. (με τη λ. σφρηγίς)… … Dictionary of Greek