-
1 σφοντύλι
το вращательный диск веретена;§ μου φάνηκε ο ουρανός σφοντύλι — небо мне показалось с овчинку
-
2 σφόνδυλος
ο1) маховик, маховое колесо; 2) см. σφοντύλι
См. также в других словарях:
σφοντύλι — το / σφονδύλιον, ΝΜΑ, και σπονδύλιον ΜΑ, και σφονδύλειον Α νεοελλ. 1. είδος πτηνού 2. φρ. «τού ρθε [ή τού φάνηκε] ο ουρανός σφοντύλι» ζαλίστηκε τόσο από δυνατό χτύπημα ή αναπάντεχο πάθημα που νόμισε ότι ο ουρανός γυρίζει σαν το σφοντύλι στο… … Dictionary of Greek
σφοντύλι — το 1. στρογγυλό εξάρτημα του αδραχτιού που μπαίνει στο κάτω μέρος του. 2. φρ., «Μου ήρθε ο ουρανός σφοντύλι», ζαλίστηκα πολύ και τα χω χαμένα. 3. εξάρτημα μηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
σπονδύλιον — τὸ, Α βλ. σφοντύλι … Dictionary of Greek
σπόνδυλος — Δίθυρο μαλάκιο (spondilus gaedezopus) της οικογένειας των Σπονδυλιδών, της τάξης των ψευδοελασματοβραγχίων. Το όστρακό του έχει άνισες θυρίδες: η μεγαλύτερη, που προσκολλάται στο βυθό της θάλασσας, έχει μέγιστο άξονα μήκους 10 περίπου εκ. Η άλλη… … Dictionary of Greek
σφονδύλιον — και σπονδύλιον, το, ΜΑ, και σφονδύλειον Α βλ. σφοντύλι … Dictionary of Greek
σφοντυλιά — η, Ν [σφοντύλι] χτύπημα στον αυχένα, ιδίως με το χέρι … Dictionary of Greek
ανάστροφος — η, ο επίρρ. α 1. ο γυρισμένος ανάποδα: Δεν του άρεσε η ανάστροφη όψη του υφάσματος. 2. το θηλ., ανάστροφη ως ουσ., μπάτσισμα με το έξω μέρος του χεριού, ανάποδη: Του δωσε μια ανάστροφη, που είδε τον ουρανό σφοντύλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)