-
1 σφηκ-ώδης
σφηκ-ώδης, ες, zsgz. statt σφηκοειδής; Ar. Plut. 561, καὶ ἰσχνοί; στίχος σφηκώδης, ein wespenförmiger Vers, dem in der Mitte eine Zeit fehlt, s. Buttm. Schol. Od. 10, 60.
-
2 σφηκώδης
σφηκ-ώδης, ες, καὶ ἰσχνοί; στίχος σφηκώδης, ein wespenförmiger Vers, dem in der Mitte eine Zeit fehlt
См. также в других словарях:
σφῆκ' — σφῆκα , σφήξ wasp masc acc sg σφῆκε , σφήξ wasp masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
σφαιρών — ῶνος, ὁ, Α στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. σφηκ ών)] … Dictionary of Greek