1 σφηκίω
Morphologia Graeca > σφηκίω
2 σφηκίῳ
Morphologia Graeca > σφηκίῳ
σφηκίῳ — σφηκίον comb in a wasps nest neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφηκίωσις — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κηρία σφηκῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, ηκός «σφήκα» πιθ. μέσω αμάρτυρου *σφηκιῶ] … Dictionary of Greek