Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

σφηκώδης

См. также в других словарях:

  • σφηκώδης — wasplike masc/fem acc pl (attic epic doric) σφηκώδης wasplike masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σφηκώδης wasplike masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφηκώδης — ῶδες, ΜΑ [σφήξ, ηκός] 1. αυτός που μοιάζει με σφήκα 2. αυτός που έχει συμπιεσμένη μέση όπως η σφήκα 3. φρ. «στίχος σφηκώδης» (μετρ.) στίχος ελλιπής ως προς τον χρόνο στο μέσον («ἑτέρου δὲ [τῶν παθῶν] κατ ἔνδειαν ἤτοι ἔλλειψιν, ὁ σφηκῶδές τε καὶ… …   Dictionary of Greek

  • σφηκώδη — σφηκώδης wasplike neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σφηκώδης wasplike masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σφηκώδης wasplike masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφηκῶδες — σφηκώδης wasplike masc/fem voc sg σφηκώδης wasplike neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφηκώδεις — σφηκώδης wasplike masc/fem acc pl σφηκώδης wasplike masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφηκωδῶν — σφηκώδης wasplike masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφηκώδους — σφηκώδης wasplike masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφηκικός — ή, όν, Μ [σφήξ, ηκός] (για στίχο) σφηκώδης …   Dictionary of Greek

  • σφηκοειδής — ές, Α σφηκώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, ηκός «σφήκα» + ειδής*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»