-
1 σφενδονῑτης
σφενδονῑτης, ὁ, = σφενδονήτης, wohl f. L.
См. также в других словарях:
σφενδονίτης — ὁ, Α βλ. σφενδονήτης … Dictionary of Greek
σφενδονήτης — και σφενδονίτης, ο, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σφενδονάτας Α [σφενδονῶ / σφενδόνη] στρατιώτης τών αρχαίων χρόνων ελαφρά οπλισμένος με σφενδόνη μσν. (για λίθο) αυτός που ρίχθηκε με σφενδόνη … Dictionary of Greek